ἁλτικός

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλτικός Medium diacritics: ἁλτικός Low diacritics: αλτικός Capitals: ΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: haltikós Transliteration B: haltikos Transliteration C: altikos Beta Code: a(ltiko/s

English (LSJ)

ἁλτική, ἁλτικόν, good at leaping, X.Cyr.8.4.20; τὰ ἁ. μόρια parts used in leaping, Arist.PA683b3; ἁ. ὄρχησις, of the Salii, Plu.Num.13.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de pers. diestro en el salto καὶ γὰρ οὐδ' ὀπωστιοῦν ἁ. εἰμι X.Cyr.8.4.20
saltarín ὀρχηστής Poll.4.96
de animales: peces, Ael.NA 1.23, liebres, Ael.NA 13.14, cf. Poll.5.83, 71.
II 1propio del salto τὰ ἁ. μόρια Arist.PA 683b3.
2 consistente en saltos ὄρχησις de los Salios, Plu.Num.13
consistente en el salto de longitud de una parte del pentatlon, Poll.3.151.
III adv. -ῶς en relación con el salto de longitud Poll.3.151.

German (Pape)

[Seite 110] zum Springen geschickt, gehörig, μόρια Arist. part. an. 3, 6; ὄρχησις Plut. Num. 13; behend, Xen. Cyr. 8, 4, 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui se fait par sauts;
2 habile à sauter.
Étymologie: ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁλτικός:
1 умеющий прыгать Xen.;
2 анат. служащий для прыгания, скакательный (μόρια Arst.);
3 подпрыгивающий (ὄρχησις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλτικός: -ή, -όν, (ἅλλομαι) = ἱκανός, ἄξιος εἰς τὸ ἅλμα, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20· τὰ ἁλτ. μόρια, τὰ μέλη τὰ ἐν ἐνεργείᾳ κατὰ τὸ πήδημα, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 6, 16· ἁλτ. ὄρχησις, περὶ τῶν Σαλίων ἱερέων, Πλουτ. Νουμ. 13.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁλτικός, -ή, -όν) ἅλλομαι
νεοελλ.
ο σχετικός με το άλμα
αρχ.
1. αυτός που τά καταφέρνει στο άλμα, ο ικανός στο άλμα
2. «ἁλτικὰ μόρια», τα μέλη που κινητοποιούνται κατά το άλμα
3. «ἁλτικὴ ὄρχησις», για τον χορό τών Σαλίων ιερέων.

Greek Monotonic

ἁλτικός: -ή, -όν (ἅλλομαι), επιδέξιος στο πήδημα, σε Ξεν.· ἁλτ. ὄρχησις, λέγεται για τους Σαλιείς ιερείς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἅλλομαι
good at leaping, Xen.; ἁλτ. ὄρχησις, of the Salii, Plut.