ἄταφος

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτᾰφος Medium diacritics: ἄταφος Low diacritics: άταφος Capitals: ΑΤΑΦΟΣ
Transliteration A: átaphos Transliteration B: ataphos Transliteration C: atafos Beta Code: a)/tafos

English (LSJ)

ἄταφον,
A unburied, Hdt.9.27, S.Ant.29, OC1732 (lyr.), Th.2.50, etc.
II ἄταφοι πράξεις = modes of refusal of burial, Pl.Lg.960b.

Spanish (DGE)

(ἄτᾰφος) -ον
1 privado de sepultura, insepulto de pers., gener. como predicativo ἐᾶν ... ἄταφον S.Ant.29, ἄταφος ἔπιτνε S.OC 1732, ἀτάφους κειμένους Hdt.9.27, φορούμενος ... ἄταφος E.Hec.30, πολλῶν ἀτάφων γενομένων Th.2.50, ἄταφον τὸ σῶμα αὐτοῦ ῥῖψαι D.C.44.35.1, cf. E.Supp.540, Pl.Lg.873c, Isoc.4.55, D.Chr.11.36, 64.3, D.S.4.65, Philostr.Her.34.10, Lyd.Mag.3.70, IEphesos 4135.10 (VI d.C.), ἀτάφους ἐποίησαν (los) declararon privados de sepultura Lys.12.21
subst. οἱ ἄταφοι = cadáveres insepultos κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων ἔθαπτον X.An.6.5.6, ὁ πλῆθος ἀτάφων ἐκρίψας LXX 2Ma.5.10
τὸ ἄταφον = privación de sepultura Hld.2.5.2.
2 que niega la sepultura de abstr. ἄταφοι πράξεις Pl.Lg.960b
ἄταφος τάφος = sepultura no respetada Euph.38c.59.

German (Pape)

[Seite 384] unbeerdigt, Soph. O. C. 1729 Eur. Phoen. 1624 Her. 9, 27 Thuc. 2, 50 u. Folgd.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
privé de sépulture ; ἄταφον ποιεῖν τινα LYS déclarer qqn privé de sépulture.
Étymologie: , τάφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄταφος, -ον) θάπτω
άθαφτος
αρχ.
φρ. «ἄταφοι πράξεις» — η άρνηση των τελετών της ταφής.

Greek Monotonic

ἄτᾰφος: -ον, άταφος, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτᾰφος: оставленный без погребения Her., Soph., Thuc., Lys., Xen., Plut.: ἄταφοι πράξεις Plat. = ἀταφία.

Lexicon Thucydideum

insepultus, unburied, 2.50.1, 7.75.3.

Translations