ἐκβοάω
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
call out, cry aloud, X.Cyn.6.10, Pl.R. 492b, A.R.3.631 (tm.), Ph.1.129, al., Polyaen.8.52: c. acc., drive away (nisi leg. ἐκσοβῆσαι), Anacreont.25.19:—Pass., κραυγαὶ ἐξεβοῶντο POxy.1242.54(ii A.D.); ἐκβεβοημένος = notorious, Sch.Lib.Or.11.207.
Spanish (DGE)
I intr. gritar, prorrumpir en gritos ἐκβοῶντες καὶ κροτοῦντες Pl.R.492b, ἐκ δ' ἐβόησαν χωόμενοι A.R.3.631 (tm.), ὑπὸ χαρμονῆς Philostr.Iun.Im.10.7, ἐκβοᾷ πρὸς τὸν δεσπότην ἱκετεύουσα Ph.1.129, fig. ταῖς ψυχαῖς Ph.2.296
•chillar οἱ δὲ κλαγγηδὸν ἐκβοῶντες ὀξύ Polem.Phgn.34.
II tr.
1 exclamar, gritar, pronunciar en voz alta ἐκβοῶντος δέ μου καὶ κράζοντος τὰ τοσαῦτα POxy.717.1 (I a.C.), ταῦτα ... λαμπρῶς Hld.10.40.1, cf. Polyaen.8.52, c. or. de inf., Hld.9.23.4, c. ὅτι y or. complet., Plu.Mar.26, Hld.8.9.10, frec. c. discurso directo ὁ δὲ δῆμος ἐξεβόησε· «λέγε πάντα» Charito 8.8.2, μέγα καὶ νεανικὸν ἐκβοᾷ· ... Longus 4.35.1, cf. I.BI 1.630, 3.494, Plu.Them.28, IG 22.1368.13, 24 (II d.C.), SEG 43.864.13 (Sardes II d.C.), en v. pas. κραυγαί τε πανπληθεῖς ἐξεβοῶντο A.Al.8.54.
2 celebrar, cantar, pregonar οὐ γὰρ σθένω τοσούτους Ἔρωτας ἐκβοῆσαι Anacreont.25.19
•part. perf. pas. ἐκβεβοημένος = célebre, renombrado ἡ ἐ. ὑμῶν εὐλάβεια Basil.Ep.221.
3 pronunciar, hacer sonar ἀμφότερα φανερῶς ἐκβοῶσαι τὰ φωνήεντα en los diptongos, Aristid.Quint.43.14.
4 expulsar a gritos, Corp.Herm.Fr.23.42.
German (Pape)
[Seite 754] (s. βοάω), aufschreien, ein Geschrei erheben; Xen. Cyn. 6, 10; Anacr. 25, 19.
French (Bailly abrégé)
ἐκβοῶ :
pousser un cri ou des cris.
Étymologie: ἐκ, βοάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβοάω: поднимать крик, вскрикивать Anacr., Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβοάω: ἀναβοῶ, «ξεφωνῶ», ἐκπέμπω ἰσχυρὰν φωνήν, Ξεν. Κυν. 6, 10, Πλάτ. Πολ. 492Β· αἱ δὲ γυναῖκες ἐκβοήσασαι (κατὰ Κοραῆν γραπτέον ἐμβοήσασαι) Πολύαιν. 48, σ. 247, ἔκδ. Κοραῆ.
Greek Monotonic
ἐκβοάω: καλώ σε βοήθεια, φωνάζω, κραυγάζω, σε Ξεν., Πλάτ.