ἐναπολαμβάνω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναπολαμβάνω Medium diacritics: ἐναπολαμβάνω Low diacritics: εναπολαμβάνω Capitals: ΕΝΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: enapolambánō Transliteration B: enapolambanō Transliteration C: enapolamvano Beta Code: e)napolamba/nw

English (LSJ)

A cut off and enclose, intercept, [τὸν ἀέρα] ἐν ταῖς κλεψύδραις Arist.Ph.213a27, cf. Onos.21.5; ἓξ ζῴδια Ph.2.153:—Pass., εἰς τὸ μέσον ἐ. Pl.Ti.84e; (μῦς) ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arist.HA580b11; (ἀὴρ) . Id.Cael.294b27, cf. Pr.868b25, Epicur.Nat.2.993.1; ἐ. τῇ δίνῃ to be involved in it, D.S.1.7.
II Astrol., annul by adverse influence, Vett.Val. 112.14 (Pass.).

Spanish (DGE)

I 1confinar, encerrar en, retener dentro (τὸν ἀέρα) ... ἐν ταῖς κλεψύδραις Arist.Ph.213a27, en v. pas. πλεῖον ἢ τὸ προσῆκον πνεῦμα εἰσιὸν ... ἐναπολαμβάνεται Pl.Ti.84e, cf. Arist.Pr.868b25, Cael.294b27, Thphr.CP 2.9.8, (μῦς) ἐν ἀγγείῳ Arist.HA 580b11, τὰ ἐντ[ὸς] ἐναπειλημμένα ἔνδοθεν los elementos encerrados dentro Epicur.Fr.[24.19] 4, τὸ ἐναπολαμβανόμενον ὕδωρ Apollon. en Gal.12.659, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.13, ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ el sol y los astros, D.S.1.7.
2 tomar, recibir, aceptar una argumentación, Phld.Mus.4.34.39, τῶν ἡμισφαιρίων ἑκάτερον ... ἓξ ἐναπολαμβάνει ζῴδια en el zodíaco, Ph.2.153.
II usos téc.
1 geom. interceptar, delimitar una porción de una figura con los contornos exteriores de otra, Archim.Spir.7.
2 astrol., en perf. pas. quedar cercado o interceptado unos planetas por otros de influencia adversa οἱ κυριεύσαντες κλήρου ... ὑπὸ κακοποιῶν ἐναπειλημμένοι Vett.Val.106.33.
3 táct., en v. pas. ser interceptado o envuelto en (οἱ πολέμιοι) ἐναπολήψονται τῷ περιέχοντι κόλπῳ los enemigos serán interceptados con una formación envolvente en forma de media luna, Onas.21.5.

German (Pape)

[Seite 828] (s. λαμβάνω), darin einschließen; εἰς τὸ μέσον Plat. Tim. 84 d; ἐν ἀγγείῳ Arist. H. A. 6, 37; pass., ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίκῃ, mit davon ergriffen werden, D. Sic. 1, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐναπολαμβάνω: заключать, помещать (εἰς τὸ μέσον Plat.; μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.): ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. быть вовлеченным в общий круговорот.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἐμπεριλαμβάνω, Πλάτ. Τίμ. 84D˙ τὸν ἀέρα ἐν ταῖς κλεψύδραις Ἀριστ. Φυσ. 4. 6,3˙ πρβλ. Προβλ. 2. 24. ‒ Παθ., μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37,1˙ ἀὴρ ἐν. ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 2. 13, 17 κ. ἀλλ.˙ ἐναποληφθῆναι τῇ δίνῃ, συμπεριληφθῆναι, Διόδ. 1. 7.

Greek Monolingual

ἐναπολαμβάνω (Α)
1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῖς κλεψύδραις», Αριστοτ.)
2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι
3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση.