ἐξαίρεσις
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἐξαιρέσεως, ἡ,
A taking out the entrails of victims, Hdt.2.40: pl., the entrails themselves, offal, Dionys.Com.3.12; extraction of teeth, Arist.Mech.854a25, Paul.Aeg.6.28; of weapons, Gal.2.283; taking out of patients from a bath, Philum.Ven.15.8.
b removal, purgation, τῶν παθῶν Porph.Abst.2.43.
2 way of taking out, τὴν ἐ. τοῦ λίθου Hdt.2.121.ά.
3 Rhet., taking exception, questioning of an adversary's arguments, Ulp. ad D.24.66.
b in Law, = Lat. exceptio, Just.Nov.136.2.
4 transcendence, τοῦ ἐνδεοῦς Dam.Pr. 13.
II place where cargoes are landed, wharf, Hyp.Fr.186, PTeb. 5.26 (ii B. C.).
III as law-term, ἐξαιρέσεως δίκη = action against one who has asserted the free birth of a slave, Is.Fr.70.
IV killing, ὑός Str.8.6.22.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I n. de acción
1 extracción, acción de extraer c. gen. obj. τοῦ λίθου Hdt.2.121α, τῶν ἱρῶν ref. las entrañas de las víctimas sacrificiales, Hdt.2.40, τοῦ ἐμβρύου Hp.Steril.249, τῶν ὀστέων Hp.Ep.22, cf. Arist.Mech.854a14, Gal.8.738, τῶν ἐντέρων Gal.2.568, τῶν βελέων Hp.Medic.14, Ph.Bel.96.16, Gal.2.283, 4.365, Paul.Aeg.6.88.2, de una esponja introducida como elemento quirúrgico, Aët.16.107, τῶν ἰῶν S.E.M.1.45
•extracción, toma de muestras de un cargamento SB 8754.15, BGU 1743.13 (ambos I a.C.)
•acción de arrancar de plantas ἡ τῶν παραφυομένων ἐ. Thphr.CP 3.19.3, cf. HP 9.2.8.
2 retirada ναῦς πρὸς τὰς ἐξαιρέσεις καὶ προσαγωγὰς τῶν ὀργάνων ... ἐξηρτυμένας Plb.14.10.9, de un paciente de un lugar, Philum.Ven.15.8, τῆς ἀγορᾶς D.S.16.18, de fondos τῆς ἐξαιρέσεως καὶ δόσεως τοῦ ἀργυρίου Milet 1(3).147.A.19 (III a.C.)
•descarga τῆς ἐξαιρέσεως τῶν λίθων ἐκ τῶν ἀμφιπρύμνων Didyma 39.37 (II a.C.), τῶν ἀρωμάτων SB 7169.24 (II a.C.).
3 eliminación, supresión τοῦ ἀλγοῦντος Epicur. en Demetr.Lac.Herc.1012.38.9, τῶν παθῶν ... τῆς ψυχῆς Porph.Abst.2.43, cf. Dam.in Phd.69, τοῦ ἐμποδίζοντος Simp.in Ph.1078.22, τῆς βασιλείας Chrys.M.56.343
•eliminación, muerte ἡ τῆς ὑὸς ταύτης ἐ. por parte de Teseo en Cromión, Str.8.6.22
•gram. supresión, aféresis como fenóm. sintáctico τῇ ἐξαιρέσει τοῦ «καί» συνδέσμου Demetr.Eloc.64, como fenóm. fonético τῶν πρώτων συμφώνων Heracl.Mil.19, cf. 50, Sch.D.T.468.1
•astr. desaparición, ocaso τοῦ οὐρανίου σώματος Simpl.in Cael.20.30
•supresión, recorte de días en el calendario hesiódico ὁτὲ μὲν οὖσαν τριακάδα ἄνευ ἐξαιρέσεως siendo unas veces los treinta días sin supresión, e.e., la treintena completa Sch.Hes.Op.765-768, cf. ἐξαιρέσιμος.
4 apartamiento, selección ἔστω δὲ καὶ δεκάτη τῶν καρπῶν ἐ. ὑμῖν I.AI 4.205.
5 excepción οὐδενὸς ὑπολειπομένου κατὰ ἐξαίρεσιν sin dejar nada como excepción Clem.Al.Strom.6.17.151
•jur. excepción ἐξαιρέσεως δίκη acción de excepción concedida contra el que había obtenido la declaración de liberto de otra persona, Harp.s.u. ἐξαιρέσεως δίκη, τινὰς ἐξαιρέσεις δοῦναι τῷ νόμῳ Iust.Nou.7.2.
6 ret. objeción ἐξαιρέσεσιν αἰτιῶν κέχρηται Sch.D.24.148a, en sg. πρέποι δ' ἂν ἡ ἐ. τῷ καταφορικῷ λόγῳ Sch.D.24.148b.
7 fil. trascendencia τοῦ ἐνδεοῦς Dam.Pr.13 (p.39), cf. Simp.in Epict.23.35.
II concr.
1 entrañas de un animal, en plu., Dionys.Com.3.12, en sg. πάντα τὰ ἐντοσθίδια μετὰ τῆς ἐξαιρέσεως Ath.381b.
2 muelle de descarga ἐ. ὅπου τὰ φορτία ἐξαιρεῖται Hyp.Fr.186, en el puerto de Alejandría PTeb.5.26 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 863] ἡ, das Ausnehmen, Herausnehmen; λίθου Her. 2, 121, 1; τῶν ἱρῶν, das Ausnehmen der Eingeweide, 2, 87; vgl. Ath. IX, 381 b; das Ausgenommene, die Eingeweide selbst, id. – Bei VLL. der Ausladungsort, das Waarenlager, Hyperid. Poll. 9, 34; B. A. 252; – ἐξαιρέσεως δίκη, ein Prozess auf Freilassung eines zum Sklaven gemachten freien Mannes, Harpocr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
extraction : τῶν ἱρῶν HDT des entrailles d'une victime.
Étymologie: ἐξαιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαίρεσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαιρεῖν, ἐκβάλλειν, ἡ ἐξαγωγὴ τῶν ἐντοσθίων τῶν θυμάτων, Ἡρόδ. 2. 40˙ κατὰ πληθ., αὐτὰ τὰ ἐντόσθια, ἐξαιρέσεις καὶ τἄλλα τἀκόλουθ˙ Διονύσ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 12˙ ἡ ἐξαγωγή, ἐκρίζωσις ὀδόντων, Ἀριστ. Μηχαν. 21, 2. 2) ὁ τρόπος πρὸς ἀφαίρεσιν ἢ ἐξαγωγὴν πράγματός τινος, σαφέως δὲ αυτοῖσι πάντα ἐξηγησάμενον τὰ περὶ τὴν ἐξαίρεσιν τοῦ λίθου Ἡρόδ. 2. 121, 1. 3) παρὰ τοῖς ῥητόρσι, τὸ ἀποτελοῦν ἐξαίρεσιν, Οὐλπ. ἐν Δημοσθ. Π. Λεπτ. 501, Ἐρνέστ. Λεξ. Ρητορ. ΙΙ. μέρος ἔνθα γίνεται ἐκφόρτωσις πλοίων, «ἐξαίρεσις ὅπου τὰ φορτία ἐξαιρεῖται» Ὑπερείδης παρὰ Πολυδ. Θ΄, 34. ΙΙΙ. ὡς ὅρος δικανικός, ἐξαιρέσεως δίκη, δίκη ὑπὲρ ἀνακτήσεως τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας τινός, «ἐξαιρέσεως δίκη: ὁπότε τις ἄγοι τινὰ ὡς δοῦλον, ἔπειτά τις αὐτὸν ὡς ἐλεύθερον ἐξαιροῖτο, ἐξῆν τῷ ἀντιποιουμένῳ τοῦ ἀνθρώπου ὡς δούλου λαγχάνειν ἐξαιρέσεως δίκην τῷ εἰς τὴν ἐλευθερίαν αὐτὸν ἐξαιρουμένῳ˙ Ἰσαῖος ἐν τῇ ὑπὲρ Εὐμάθους εἰς ἐλευθερίαν ἀφαιρέσει» Ἁρποκρ. IV. = αἵρεσις, ἐκλογή, Ἑρμ. Τρισμ. Ποιημ. 37. 16.
Greek Monotonic
ἐξαίρεσις: -εως, ἡ, εξαγωγή, βγάλσιμο, εξόρυξη, σε Ηρόδ.· τρόπος αφαίρεσης ή εξαγωγής, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐξαίρεσις, εως n
a taking out, Hdt.:— a way of taking out, Hdt. [from ἐξαιρέω