ἐπέξοδος
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ἡ,
A march out against an enemy, ἐ. ποιήσασθαι πρός τινα Th.5.8; sortie, Aen. Tact. 23.1 (pl.), D.C.39.4.
II attack for the purpose of revenge, Nic. Dam.130.17 J., Ph.2.314; for punishment, Id.1.283.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, das Ausrücken gegen den Feind, Thuc. 5, 8 u. Sp., wie D. Cass. 39, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
action de marcher à l'ennemi.
Étymologie: ἐπί, ἔξοδος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέξοδος: ἡ воен. выступление (против неприятеля), поход Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέξοδος: ἡ, ἔξοδος ἢ πορεία ἐναντίον ἐχθροῦ, πρός τινα Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ἐκδίκησις, τιμωρία, Φίλων 2. 314.
Greek Monolingual
ἐπέξοδος, η (Α) έξοδος
1. έξοδος ή πορεία εναντίον του εχθρού
2. τιμωρία.
Greek Monotonic
ἐπέξοδος: ἡ, έξοδος, πορεία εναντίον του εχθρού, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπ-έξοδος, ἡ,
a march out against an enemy, Thuc.