ἐπίπλεος

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπλεος Medium diacritics: ἐπίπλεος Low diacritics: επίπλεος Capitals: ΕΠΙΠΛΕΟΣ
Transliteration A: epípleos Transliteration B: epipleos Transliteration C: epipleos Beta Code: e)pi/pleos

English (LSJ)

έα, Ion. έη, εον, quite full of, κρεῶν Hdt.1.119, 3.18; ἀγαθῶν πάντων Id.6.139:—Att. ἐπιπλέως, ων, Plu.Ant.85.

German (Pape)

[Seite 970] α, ον, att. ἐπίπλεως, ganz voll, angefüllt, λειμὼν ἐπίπλεος κρεῶν ἑφθῶν Her. 3, 18, τράπεζα ἐπιπλέη ἀγαθῶν 6, 139, öfter.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ion.
plein de, gén..
Étymologie: ἐπί, πλέος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπλεος: наполненный, полный (τράπεζαι ἐπίπλεαι ἀγαθῶν πάντων Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπλεος: έα (Ἰων. έη), εον, ἐντελῶς πλήρης, κρεῶν, ἀγαθῶν πάντων Ἡρόδ. 1. 119., 3. 18., 6. 139: - Ἀττ. ἐπίπλεως, ων, Πλουτ. Ἀντών. 85.

Greek Monolingual

ἐπίπλεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον και αττ. τ. ἐπίπλεως, -ων (Α) πλέος
εντελώς πλήρης, γεμάτος («τράπεζαν ἐπιπλέην ἀγαθῶν πάντων», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐπίπλεος: -εα, Ιων. -έη, -εον, εντελώς γεμάτος από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

quite full of a thing, c. gen., Hdt.