ἐπιόσσομαι
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
have before one's eyes, ἐπιοσσομένω θάνατον καὶ φύζαν ἐταίρων Il.17.381; gaze on, A.R.2.28(tm.); ἐ. αὐγὰς ἠελίοιο, i.e.live, Nic.Th.276.
German (Pape)
[Seite 967] vor Augen sehen, betrachten, Il. 17, 381; bemerken, Ap. Rh. 2, 28; Nic. Th. 276.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir devant les yeux.
Étymologie: ἐπί, ὄσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιόσσομαι: (только praes.) смотреть, созерцать, взирать (θάνατον ἑταίρων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιόσσομαι: Ἀποθ., ἔχω πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, τὼ δ’ ἐπιοσσομένῳ θάνατον καὶ φύζαν ἑταίρων, «οὗτοι δὲ ἐπιβλέποντες τὸν θάνατον καὶ τὴν φυγὴν τῶν ἑταίρων» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ρ. 381· βλέπω τινὰ ἀτενῶς, ἐν τμήσει, ἐπὶ δ’ ὄσσεται... ἄνδρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 28· ἐννέα δ’ αὐγᾶς ἠελίοιο ἐπιόσσεται, μεταφ. ἐπιζῇ, Νικ. Θηρ. 510.
English (Autenrieth)
look after, look out for (to hinder, if possible), w. acc., Il. 17.381†.
Greek Monolingual
ἐπιόσσομαι (Α) όσσομαι
1. έχω κάτι μπρος στα μάτια μου, βλέπω, παρατηρώ («τὼ δ’ ἐπιοσσομένω θάνατον καὶ φύζαν ἑτάρων», Ομ. Ιλ.)
2. βλέπω κάποιον με σταθερό βλέμμα
3. μτφ. επιζώ, ζω, βλέπω το φως του ήλιου.
Greek Monotonic
ἐπιόσσομαι: αποθ., έχω μπροστά στα μάτια μου, σε Ομήρ. Ιλ.