ἔτνος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔτνος Medium diacritics: ἔτνος Low diacritics: έτνος Capitals: ΕΤΝΟΣ
Transliteration A: étnos Transliteration B: etnos Transliteration C: etnos Beta Code: e)/tnos

English (LSJ)

ἔτνεος, τό, thick soup made with peas or beans, Ar.Ach.246, Ra.62, 506, Pl.Hp.Ma.290d; ἔ. πίσινον Ar.Eq.1171; φάκινον Hp. Acut.(Sp.) 53; κυάμινον Gal.Vict.Att.53; as poultice, τὸ ἔτνος τὸ ἐκ τῶν κυάμων Lycusap. Orib.9.35.1. (ἑτνος from a false deriv. from ἕω, EM387.9, etc.)

German (Pape)

[Seite 1052] τό, Brei, bes. von Hülsenfrüchten, nach B. A. 10 κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινων, unterschieden von ἀθάρη, w. m. s. Schol. Ar. εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων, Ran. 62. 505 u. öfter; Plat. Hipp. mai. 290 d u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ion. ἔτνεος, att. ἔτνους (τό) :
purée de légumes.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Russian (Dvoretsky)

ἔτνος: εος τό похлебка Plat., Arst., Plut.: ἔ. πίσινον Arph. гороховый суп.

Greek (Liddell-Scott)

ἔτνος: ἔτνεος, τό, πυκνὸς ζωμὸς μετ’ ὀσπρίων, εἶδος πόλτου ἤ χυλοῦ ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 246, Βάτρ. 62, 506, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290D· ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1171· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. Ἀποσπ. 178. (ἔτνος ἐν Ἐτυμολ. Μ., Ἡσυχ., κλ.).

Greek Monolingual

ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α)
πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λέξη, η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -νος.
ΠΑΡ. αρχ. ετν-ηρός, ετν-ίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. (Α' συνθετικό) ετν-ήρυσις, ετν-οδόνος].

Greek Monotonic

ἔτνος: ἔτνεος, τό, πυκνός ζωμός από όσπρια, σούπα από όσπρια, κουρκούτι, φάβα, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: soup of beans (Ar., Hp.).
Compounds: As 1. member in ἐτνήρυσις spoon for soup (Ar.; cf. on 1. ἀρύω), ἐτνοδόνος = stirring soup (τορύνη, AP).
Derivatives: ἐτνηρός = like soup (Ath.; Chantraine Formation 232f.), ἐτνίτης (ἄρτος; Ath.; Redard Les noms grecs en -της 89).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. On the connection with Celt., e. g. MIr. eitne kernel (Zupitza KZ 36, 243, Pedersen Vergl. Gramm. 1, 160) s. the objections in Pok. 343. Arm. und soup, corn (Hofmann Et. Wb. d. Griech.) can phonetically not be combined with ἔτνος.

Middle Liddell

ἔτνος, ἔτνεος,
a thick soup of pulse, pea-soup, Ar., Plat.

Frisk Etymology German

ἔτνος: {étnos}
Grammar: n.
Meaning: Brei von Hülsenfrüchten (Ar., Hp. u. a.).
Composita: Als Vorderglied in ἐτνήρυσις Breilöffel (Ar.; vgl. zu 1. ἀρύω), ἐτνοδόνος breirührend (τορύνη, AP).
Derivative: Ableitungen: ἐτνηρός breiähnlich (Ath.; Chantraine Formation 232f.), ἐτνίτης (ἄρτος; Ath.; Redard Les noms grecs en -της 89).
Etymology: Ohne sichere Anknüpfung. Über die Zusammenstellung mit kelt., z. B. mir. eitne Kern (Zupitza KZ 36, 243, Pedersen Vergl. Gramm. 1, 160) s. die Bedenken bei Pok. 343. Arm. und Brei, Korn (Hofmann Et. Wb. d. Griech.) ist mit ἔτνος lautlich nicht vereinbar.
Page 1,582