ἠθοποιία

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθοποιία Medium diacritics: ἠθοποιία Low diacritics: ηθοποιία Capitals: ΗΘΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: ēthopoiía Transliteration B: ēthopoiia Transliteration C: ithopoiia Beta Code: h)qopoii/a

English (LSJ)

ἡ,
A formation of character, Str.2.5.26 (pl.), Gal.15.97.
II delineation of character, Phld.Po.5.9 (pl.), Str.14.1.41, D.H.Lys.8, Isoc.11 (pl.), Hermog.Prog.9, Aphth.Prog.11, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθοποιία: ἡ, μόρφωσις χαρακτῆρος, ἤθους, Στράβ. 648· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 128. ΙΙ. διαγραφὴ χαρακτῆρος, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 8.

Greek Monolingual

η (AM ἠθοποιία) ηθοποιός
1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση
2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων
νεοελλ.
1. η τέχνη του ηθοποιού, του θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα διανοήματα ή τα συναισθήματά του με τον λόγο ή με μιμητικές κινήσεις
2. συνεκδ. ο τρόπος με τον οποίο υποδύεται τον ρόλο του ένας ηθοποιός, το παίξιμο
3. η έντεχνη και προσποιητή εκδήλωση συναισθημάτων τα οποία στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται αυτός που τά εκδηλώνει
4. ακριβής και σαφής χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος με τρόπο που προκαλεί την προσοχή του ακροατή
μσν.
ηθική διδασκαλία
μσν.-αρχ.
(ρητ.) η απόδοση, η μεταφορά τών λόγων ή τών πράξεων ενός προσώπου σε κάποιο άλλο.