ἰδρεία

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδρεία Medium diacritics: ἰδρεία Low diacritics: ιδρεία Capitals: ΙΔΡΕΙΑ
Transliteration A: idreía Transliteration B: idreia Transliteration C: idreia Beta Code: i)drei/a

English (LSJ)

Ion. ἰδρείη, ἡ, (ἴδρις) knowledge, skill, ἰδρείῃ πολέμοιο Il.16.359; οὐδέ τι ἰδρείῃ (Aristarch. for vulg. οὐδέ τ' ἀϊδρείῃ) 7.198, cf.A.R. 2.72, Q.S.4.226, Theoc.22.85.

German (Pape)

[Seite 1238] ἡ, ion. ἰδρείη, Kenntniß, Kunde, Erfahrung, Il. 7, 198, πολέμοιο 16, 359; ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος Ap. Rh. 2, 72; Qu. Sm. 4, 226.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
épq. ἰδρείη, var. ἰδρίη;
science, connaissance.
Étymologie: ἴδρις.

Russian (Dvoretsky)

ἰδρεία: эп. ἰδρείη, дор. *ἰδρίη ἡ знание, умение: ἰδρείῃ πολέμοιο Hom. (умудренный) ратным искусством; οὐ βίῃ οὐδὲ ἰδρείῃ Hom. ни силой, ни (военным) искусством.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδρεία: Ἰων. -είη, ἡ, (ἴδρις) γνῶσις, ἐμπειρία, πεῖρα, ἰδρείῃ πολέμοιο Ἰλ. Π. 359· οὐδέ τι ἰδρείῃ (κοινῶς, οὐδέ τ’ ἀϊδρείῃ) Η. 198· οὕτως Ἀπολλ. Ρόδ. B. 72, Κόϊντ. Σμ. 4. 226. - Παρὰ Θεοκρ. 22. 85 ὑπάρχει ἀμφίβολος τύπος, ἀλλ’ ἰδρίῃ (ἄλλοι γράφουσιν ἰδρείῃ παραλείπουντες τὸ ἀλλ’).

Greek Monolingual

ἰδρεία, ιων. τ. ἰδρείη, ἡ (Α) ίδρις
γνώση, εμπειρία («ἰδρείῃ πολέμοιο», Ομ, Ιλ.).

Greek Monotonic

ἰδρεία: Ιων. -είη, ἡ, γνώση, εμπειρία, πείρα, ικανότητα, ἰδρείῃ πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


skill, ἰδρείῃ πολέμοιο Il. [from ἴδρις