ἰταμότης
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
-ητος, ἡ, initiative, vigour, Pl.Plt. 311a; effrontery, Plu.2.715e, Jul.Or.7.225c; συγγραφέως Plb.12.9.4.
German (Pape)
[Seite 1274] ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; καὶ δριμύτης Plat. Polit. 311 a; Sp., wie Polem. 2, 8; Unverschämtheit, Pol. 12, 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
hardiesse, effronterie, impudence.
Étymologie: ἰταμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἰταμότης: -ητος, ἡ, ἀπερίσκεπτος τόλμη, ἀπερισκεψία, θρασύτης, ἀναισχυντία, Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἰτᾰμότης: ητος (ῐ) ἡ
1 смелость, решительность (ἰ. καὶ δριμύτης Plat.);
2 дерзость, дерзостность (τοῦ συγγραφέως Polyb.; ἰ. καὶ θράσος Plut.).