ὑπερέκεινα
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
Adv. beyond, c. gen., 2 Ep.Cor.10.16.
German (Pape)
[Seite 1194] adv., wie ἐπέκεινα, jenseits, darüber hinaus, Sp.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
au delà ; au delà de, gén. ; τὰ ὑπερέκεινα NT les régions qui sont au delà de notre contrée de résidence, l'au-delà.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκεῖ, -νος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερέκεινα: praep. cum gen. дальше, по ту сторону: εἰς τὰ ὑ. ὑμῶν NT за вашими пределами.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέκεινα: Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐπέκεινα, μετὰ γεν., Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 16, Ἐκκλ.
English (Strong)
from ὑπέρ and the neuter plural of ἐκεῖνος; above those parts, i.e. still farther: beyond.
English (Thayer)
(equivalent to ὑπέρ ἐκεῖνα, like ἐπέκεινα, equivalent to ἐπ' ἐκεῖνα (Winer's Grammar, § 6,1l.)), beyond: τά ὑπερέκεινα τίνος, the regions lying beyond the country of one's residence, Winer's Grammar, § 54,6). (Byzantine and ecclesiastical writings; ἐπέκεινα ῥητορες λέγουσι ... ὑπερέκεινα δέ μόνον οἱ συφρακες, Thomas Magister, p. 336 (Winer's Grammar, 463 (401)).)
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. πολύ πιο πέρα, πέρα μακριά, πολύ μακριά («εἰς τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ὑπὲρ ἐκεῖνα (πρβλ. ἐπέκεινα)].
Greek Monotonic
ὑπερέκεινα: επίρρ., πέρα, πιο πέρα, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
on yon side, beyond, c. gen., NTest.
Chinese
原文音譯:Øperškeina 虛胚而-誒咳那
詞類次數:副詞 介詞(1)
原文字根:在上面-出去 向是
字義溯源:在那些之上,除⋯以外,超過⋯以外的;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ἐκεῖνος)=那個)組成,而 (ἐκεῖνος)出自(ἐκεῖ)*=在那裏)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 越過⋯以外的(1) 林後10:16