ὑπογάστριον
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
τό,
A the lower belly from the navel downwards, the paunch, Hp.Aph.4.80, Arist.HA503a17, Sor.2.48, etc.
II the belly of a sea-fish, especially of the tunny, a favourite dish at Athens, Stratt. 4,31 (hex.), Ar.Fr.364, etc.; whence the joke in Id.V.195.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, der Unterleib vom Nabel an abwärts. Bes. der Untertheil der großen Meerfische, der Thunfische, ein beliebtes Gericht, vgl. Ar. Vesp. 195 u. Schol. dazu, wie Ath. VII c. 65 (302 c ff.), wo Beispiele aus den Comic. beigebracht werden, Poll. 2, 170.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογάστριον: τό нижняя часть живота, брюхо Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογάστριον: τό, τὸ κατώτερον μέρος τῆς κοιλίας ἀπὸ τοῦ ὀμφαλοῦ καὶ κάτω, Λατ. abdomen, Ἱππ. Ἀφ. 1252, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 1, κλπ. ΙΙ. τὸ κατώτερον μέρος θαλασσίου ἰχθύος, μάλιστα τοῦ θύννου, ἔδεσμα ἀγαπητὸν τοῖς Ἀθηναίοις, θύννων μεγαλόπλουτ’... ὑπογάστρια ὀπτῶν Εὔβουλ. παρ’ Ἀθήν. 302D κἑξ.· ἐντεῦθεν ἡ παιδιὰ ἡ ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 195, ἀλλ’ ἴσως ὅταν φάγῃς ὑπογάστριον γέροντος ἡλιαστικοῦ, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monotonic
ὑπογάστριον: τό (γαστήρ), κοιλιά, Λατ. abdomen, κοιλιά τόνου (του ψαριού), αγαπητό, αγαπημένο φαγητό στην Αθήνα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὑπο-γάστριον, ου, τό, γαστήρ
the paunch, Lat. abdomen: the paunch of the tunny, a favourite dish at Athens, Ar.