ὑποστράτηγος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστρᾰτηγος Medium diacritics: ὑποστράτηγος Low diacritics: υποστράτηγος Capitals: ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: hypostrátēgos Transliteration B: hypostratēgos Transliteration C: ypostratigos Beta Code: u(postra/thgos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ,
A subordinate commander, X.An.3.1.32; = Lat. legatus, D.H.19.14(18), App.Hann.10, al., D.C.59.21, etc.
II title of an official at Tenos, IG12(5).883.9, al. (i B. C.); in Magnesia, ib.9(2).1111.7; in Egypt, UPZ124.33 (ii B. C.), PTheb.Bank 8.9 (ii B. C.), BGU1060.2 (i B. C.), 1778.6, al. (i B. C.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant en second.
Étymologie: ὑπό, στρατηγός.

German (Pape)

ὁ, Unterfeldherr, Xen. An. 3.1.32. Bei den Römern legatus, D.Cass.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστράτηγος: (ᾰ) ὁ помощник или заместитель полководца Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστράτηγος: ὁ, (οὐχὶ ὀξύτ. -γός) δευτερεύων στρατηγός, ὁ μετὰ τὸν στρατηγὸν ἀξιωματικός, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32 ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ legatus, Διονύσ. Ἁλ. τ. 4, σ. 2349, 9, Δίων Κάσσ. 59, 21., 68, 30., 72, 11, κλπ. ΙΙ. ἐπώνυμον ἀξιωματικοῦ τινος ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 202, 203, 206.

Greek Monolingual

ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ στρατηγός
νεοελλ.
στρ. ανώτατος αξιωματικός του στρατού, με βαθμό ανώτερο από του ταξιάρχου και κατώτερο από του αντιστρατήγου
αρχ.
αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν, ὁπόθεν δὲ οἴχοιτο, τὸν ὑποστράτηγον», Ξεν.)
2. (σε επιγρ.) επωνυμία αξιωματικού στην Αθήνα
3. στρατιωτικός πρεσβευτής.

Greek Monotonic

ὑποστράτηγος: ὁ, αντιστράτηγος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπο-στράτηγος, ὁ,
a lieutenant-general, Xen.