ῥόδινος
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
English (LSJ)
η, ον, (ῥόδον)
A made of roses or made from roses, στέφανος Anacr.83; ἄλειφα Hippon.58; μύρον Cephisod.3; μύρον is understood in Thphr. Od.25, al., PPetr.2p.114 (iii B.C.), Dsc.1.43; sc. ἔλαιον, Edict.Diocl. Delph.6, SIG1172.8 (Lebena).
II pink, POxy.496.4 (ii A.D.), Cod.Just.11.9.3, etc.
German (Pape)
[Seite 846] von Rosen gemacht; στέφανος Anacr. 40, 2. 42, 15, u. a. sp. D.; – auch = rosig, παρειά, Anacr. 16, 18.
Russian (Dvoretsky)
ῥόδῐνος:
1 сплетенный из роз, розовый (στέφανος Anacr.);
2 розового цвета (παρειά Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥόδῐνος: -η, -ον, (ῥόδον) ὁ ἐκ ῥόδων πεποιημένος, στέφανος Ἀνακρ. 95· μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον Κηφισόδωρος ἐν «Τροφωνίῳ» 1, Θεοφρ. π. Ὀσμῶν 20· πρβλ. ἔλαιον.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Μ
ονομασία πολύτιμου λίθου, ποικιλίας του υακίνθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος, με καταβιβασμό του τόνου].
-η, -ο / ῥόδινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ νεοελλ.
1. ο ευοίωνος, ο αίσιος (α. «ρόδινες προοπτικές» β. «η κατάσταση δεν είναι ρόδινη»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ρόδινο
το χρώμα του ρόδου, το τριανταφυλλί, το ροζ
3. φρ. «τά βλέπει όλα ρόδινα» — είναι υπερβολικά αισιόδοξος
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει το χρώμα του ρόδου, ο τριανταφυλλής'
αρχ.
φτειαγμένος από τριαντάφυλλα (α. «ῥόδινος στέφανος», Ανακρ. β. ῥόδινον μύρον», Κηφισσόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].
Léxico de magia
-ον 1 de rosas de aceite o perfume χρίσας ῥοδίνῳ μύρῳ ἢ κρινίνῳ, περιελίξας (τὸ πτερὸν) ὀθονίῳ βυσσίνῳ unta el ala con aceite de rosas o de lirio y envuélvela en tela de lino P VII 337 2 subst. τὸ ῥ. aceite de rosas a) para libaciones ἐπιθύων λίβανον ἄτμητον καὶ ῥόδινον ἐπισπένδων quema como ofrenda incienso sin cortar y derrama aceite de rosas P I 62 b) para una lámpara λαβὼν λύχνον ἀμίλτωτον σκεύασον διὰ βυσσίνου ῥάκους καὶ ῥοδίνου ἐλαίου ἢ ναρδίνου toma una lámpara que no esté pintada de rojo y prepárala con un trozo de lino y aceite de rosas o de nardos P I 278 P XIII 1018 c) para untar o ungir εἰ μὴ ἐξαλείψῃς τὴν χεῖράν σου νάρδῳ ἢ ῥοδίνῳ καὶ ἐμμάξῃς τὴν ζωγραφίαν τῷ Ἰσιακῷ μέλανι a no ser que untes tu mano con aceite de nardos o rosas y manches el dibujo con tinta de Isis P VII 230 ἐὰν δὲ χρηματίσῃ σοι, ῥοδίνῳ μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖραν si profetiza para ti, frota tu mano con aceite de rosas P VIII 108 ἔχε τῆς καλουμένης βοτάνης κεντρίτιδος χυλὸν περιχρίων τὴν ὄψιν, οὗ βούλει, μετὰ ῥοδίνου toma jugo de la planta llamada kentritis y unge el rostro de quien quieras, junto con aceite de rosas P IV 774 d) para introducir algo τὸ φύλλον ἑλίξας ἔμβαλε εἰς τὸ ῥόδινον enrolla la hoja y échala en el aceite de rosas P IV 790 τοῦτον (κάνθαρον) ἀνελόμενος βάλε ... μύρου ῥοδίνου κάλλιστον ὅσον βούλει ... καὶ λέγε τὸ ὄνομα ἐπὶ τοῦ ἄγγους coge el escarabajo, echa cuanto quieras del más hermoso perfume de rosas y pronuncia la fórmula sobre el vaso P IV 759