ἐφέδρα
English (LSJ)
Ion, ἐπέδρη, ἡ,
A sitting by or sitting before a place: hence, siege, blockade, Hdt.1.17; ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65; observation of a besieged place, Ath.Mech.18.14 (pl.).
2 sitting upon, Pl.Plt. 288a.
II stable, Phleg.Mir.3.
2 base, Hero Spir.1.30.
3 surface of a threshold, Rev.Phil.44.249 (Didyma, ii B.C.).
III a plant, = ἵππουρις, Hsch., Plin.HN26.36, Ps.-Dsc.4.46.
German (Pape)
[Seite 1113] ἡ, das Dabeisitzen, die Belagerung, Her. 1, 17. 5, 65, in ion. Form ἐπέδρη. – Das Daraufsitzen, Plat. Polit. 288 a. – Eine Pflanze, = ἵππουρις, Hesych.; vgl. Plin. H. N. 26, 7, 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'assiéger.
Étymologie: ἐπί, ἕδρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐφέδρα: ион. ἐπέδρη ἡ
1 сидение (ὄχημα ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστί Plat.);
2 осада (ἐπέδρην ποιεῖσθαι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέδρα: Ἰων. ἐπέδρη, ἡ, τὸ ἐφεδρεύειν, παραμένειν πλησίον τόπου τινός· ἐντεῦθεν, πολιορκία, ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) κάθισις ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, διότι πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. σταθμός, «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20.
Greek Monolingual
η (Α ἐφέδρα, ιων. τ. επέδρη)) εφέζομαι
νεοελλ.
γένος γυμνόσπερμων φυτών, το μόνο μέλος της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη
αρχ.
1. το να κάθεται κάποιος πάνω σε ένα μέρος, το καθισιό
2. πολιορκία, αποκλεισμός («ἐπέδρην ποιήσασθαι», Ηρόδ.)
3. περιφρούρηση πολιορκημένου μέρους
4. βάση, υποστήριγμα
5. (για άλογα) στάβλος
6. η επιφάνεια του κατωφλιού
7. βοτ. το φυτό ίππουρις.
Greek Monotonic
ἐφέδρα: Ιων. ἐπ-έδρη, ἡ, παραμονή σε ή μπροστά από τόπο, πολιορκία, αποκλεισμός, Λατ. obsessio, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
a sitting by or before a place: a siege, blockade, Lat. obsessio, Hdt.
Translations
siege
Afrikaans: beleëring sg, beleg sg; Albanian: rrethim; Arabic: حِصَار, مُحَاصَرَة; Armenian: պաշարում; Asturian: asediu; Azerbaijani: mühasirə; Basque: setio sg; Belarusian: аблога, блакада; Bulgarian: обсада; Catalan: setge; Chinese Mandarin: 攻城戰, 攻城战, 包圍戰, 包围战, 圍城, 围城, 圍困, 围困; Czech: obležení; Danish: belejring; Dutch: belegering, beleg; Esperanto: sieĝo; Estonian: piiramine; Finnish: piiritys; French: siège; Galician: asedio, sitio, cerco; Georgian: ალყა; German: Belagerung; Greek: πολιορκία; Ancient Greek: πολιορκία, πολιορκίη, προσεδρεία, προσεδρία, ἐφέδρα, ἐπέδρη; Hebrew: מָצוֹר; Hindi: घेरा, घेराबंदी; Hungarian: ostrom; Icelandic: herkví, umsátur; Ido: siejo; Indonesian: pengepungan; Irish: léigear; Italian: assedio; Japanese: 攻城戦, 包囲; Kazakh: қамау, қоршау; Khmer: ការឡោមព័ទ្ធ; Korean: 공성전(攻城戰), 포위(包圍); Kyrgyz: камоо, курчоо; Latin: obsidio, obsessio; Latvian: aplenkums; Lithuanian: apgula; Macedonian: опсада; Malay: pengepungan; Norwegian Norwegian Bokmål: beleiring; Norwegian Nynorsk: omleiring; Pashto: محاصره; Persian: محاصره; Polish: oblężenie; Portuguese: sítio, cerco, assédio; Romanian: asediu; Russian: осада, блокада; Scottish Gaelic: sèist; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏псада; Roman: ȍpsada; Slovak: obliehanie; Slovene: obleganje; Spanish: sitio, asedio; Swedish: belägring; Tajik: муҳосира, муҳосара; Thai: การล้อม; Turkish: kuşatma, muhasara; Ukrainian: облога, блокада; Urdu: محاصرہ, گھِیرا; Uzbek: muhosara; Vietnamese: sự bao vây, sự phong tỏa