κακοθυμία: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, inimitié.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θυμός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, inimitié.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θυμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κακοθυμία]]) [[κακόθυμος]]<br />κακή [[διάθεση]], εχθρική [[διάθεση]], [[αποστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανώμαλη [[κατάσταση]] του θυμικού, [[δυσθυμία]], [[βαρυθυμία]], [[ακεφιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.
Greek Monolingual
η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.