θήραγρος: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(6_15) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θήραγρος''': -ον, ([[ἄγρα]]) [[κατάλληλος]] πρὸς σύλληψιν ἀγρίων θηρίων, [[πέδη]] Ἴων. παρ’ Ἀθην. 451Ε· [[ὄνομα]] κυνὸς θηρευτικοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 304. | |lstext='''θήραγρος''': -ον, ([[ἄγρα]]) [[κατάλληλος]] πρὸς σύλληψιν ἀγρίων θηρίων, [[πέδη]] Ἴων. παρ’ Ἀθην. 451Ε· [[ὄνομα]] κυνὸς θηρευτικοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 304. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θήραγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για όργανο) [[κατάλληλος]] για τη [[σύλληψη]] άγριων ζώων («[[πέδη]] [[θήραγρος]]»<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] κυνηγετικού σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μύ</i>-<i>αγρος</i>, <i>πάν</i>-<i>αγρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἄγρα)
A for catching wild beasts or game, πέδη Ion Trag.40: name of a hound, dub. in AP7.304 (Pisand.).
German (Pape)
[Seite 1208] das Wild fangend, πέδη Ion bei Ath. X, 451 e.
Greek (Liddell-Scott)
θήραγρος: -ον, (ἄγρα) κατάλληλος πρὸς σύλληψιν ἀγρίων θηρίων, πέδη Ἴων. παρ’ Ἀθην. 451Ε· ὄνομα κυνὸς θηρευτικοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 304.
Greek Monolingual
θήραγρος, -ον (Α)
1. (για όργανο) κατάλληλος για τη σύλληψη άγριων ζώων («πέδη θήραγρος»
2. ονομασία κυνηγετικού σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρος (< άγρα), πρβλ. μύ-αγρος, πάν-αγρος].