κουρεύω: Difference between revisions
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
(6_1) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουρεύω''': (κουρεὺς) ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 229. 65· ― Μέσ., Μαλαλ. 80Β, Εὐστ. Πονημ. 229. 19. | |lstext='''κουρεύω''': (κουρεὺς) ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 229. 65· ― Μέσ., Μαλαλ. 80Β, Εὐστ. Πονημ. 229. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Μ [[κουρεύω]]) [[κουρεύς]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου<br /><b>2.</b> [[κόβω]] το [[τρίχωμα]] ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το [[τυρί]] ζυγιέται», Πολίτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις [[σημασία]], μην τον υπολογίζεις<br />β) «[[άντε]] κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως [[έκφραση]] αδιαφορίας ή περιφρόνησης<br />γ) «πήγε για [[μαλλί]] και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πιάσ' τ' [[αβγό]] και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' [[αβγό]] και παίρνει το [[μαλλί]] του» — για κάποιον που ματαιοπονεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειροτονώ]], [[δίνω]] το μοναχικό [[σχήμα]] διά της [[κουράς]]<br /><b>2.</b> [[κουρεύω]] τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε [[ένδειξη]] πένθους<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] με [[κόψιμο]] μαλλιών, [[διαπομπεύω]] [[εξευτελίζω]]<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κουρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[άθλιος]], δυστυχισμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
only in Pass.,
A v. κουρεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κουρεύω: (κουρεὺς) ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 229. 65· ― Μέσ., Μαλαλ. 80Β, Εὐστ. Πονημ. 229. 19.
Greek Monolingual
(Μ κουρεύω) κουρεύς
1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου
2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις σημασία, μην τον υπολογίζεις
β) «άντε κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως έκφραση αδιαφορίας ή περιφρόνησης
γ) «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε
2. παροιμ. «πιάσ' τ' αβγό και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' αβγό και παίρνει το μαλλί του» — για κάποιον που ματαιοπονεί
μσν.
1. χειροτονώ, δίνω το μοναχικό σχήμα διά της κουράς
2. κουρεύω τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε ένδειξη πένθους
3. τιμωρώ με κόψιμο μαλλιών, διαπομπεύω εξευτελίζω
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κουρεμένος, -η, -ον
άθλιος, δυστυχισμένος.