κυκλοφορώ: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(22)
(No difference)

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Greek Monolingual

(Α κυκλοφοροῡμαι, -έομαι και κυκλοφορῶ, -έω)
κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι
νεοελλ.
1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα» β. «από χτες κυκλοφορεί το νέο τραπεζογραμμάτιο τών 1.000 δρχ.»)
2. (για έντυπο) εκδίδω ή εκδίδομαι (α. «κυκλοφόρησε τη νέα της μελέτη για τη νεοελληνική γλώσσα» β. «κυκλοφορεί ήδη ο τελευταίος τόμος του λεξικού»)
3. διαθέτω ή διατίθεμαι προς κατανάλωση ή πώληση (α. «η εταιρεία κυκλοφόρησε δύο νέα προϊόντα της» β. «αυτό το φάρμακο δεν κυκλοφορεί πια, γιατί θεωρήθηκε εξαιρετικά επικίνδυνο»)
4. κινούμαι στους δρόμους ή έξω γενικά (α. «τις ώρες αιχμής τα λεωφορεία κυκλοφορούν με αρκετή δυσκολία» β. «πώς τον αφήνεις και κυκλοφορεί σ' αυτά τα χάλια;» γ. «δεν επιτρέπεται να κυκλοφορείς χωρίς την αστυνομική σου ταυτότητα» δ. «αν και παντρεμένος κυκλοφορεί πότε με τη μια και πότε με την άλλη»)
5. μεταδίδομαι, διαδίδομαι (α. «το τελευταίο δίμηνο κυκλοφορεί γρίππη με πολύ υψηλό πυρετό» β. «κυκλοφορούν συνεχώς φήμες ότι ο υπουργός θα παραιτηθεί»)
β. φρ. «τί κυκλοφορεί στον κόσμο!» — λέγεται για γεγονότα ή τύπους ανθρώπων που προκαλούν μεγάλη εντύπωση ή απορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -φορῶ (< -φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ-φορώ, καρπο-φορώ].