ἀκοσμία: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -η Gr.Naz.<i>Mul.Orn</i>.287<br /><b class="num">I</b> [[carencia de adorno]]<br /><b class="num">1</b> c. sent. peyorativo [[desadorno]], [[fealdad]], [[mal gusto]], [[desazón]] κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων [[ἀκοσμία]] Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.12.122<br /><b class="num">•</b>de la [[fealdad]] producida por una cicatriz [[ἀφόρητος]] ... ἡ ἀ. <i>Hippiatr.Paris</i>.262.<br /><b class="num">2</b> c. sent. positivo [[sencillez]] Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[desorden]], [[tumulto]], [[confusión]] θόρυβος καὶ λόγων [[ἀκοσμία]] E.<i>IA</i> 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.<i>Hom</i>.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.<i>Tact</i>.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e<br /><b class="num">•</b>en sent. fil. [[caos]], [[desorden]] τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.<i>Grg</i>.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.<i>Mu</i>.399<sup>a</sup>14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.<i>in Prm</i>.205.<br /><b class="num">2</b> en sent. moral [[desenfreno]], [[exceso]] οὐ κόσμος ... ἀλλ' [[ἀκοσμία]] φαίνοιτ' ἄν S.<i>Fr</i>.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.<i>Smp</i>.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.<i>VV</i> 1251<sup>a</sup>22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.<br /><b class="num">III</b> en Creta [[suspensión de la magistratura de los κόσμοι]] Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>b</sup>8. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -η Gr.Naz.<i>Mul.Orn</i>.287<br /><b class="num">I</b> [[carencia de adorno]]<br /><b class="num">1</b> c. sent. peyorativo [[desadorno]], [[fealdad]], [[mal gusto]], [[desazón]] κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων [[ἀκοσμία]] Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.12.122<br /><b class="num">•</b>de la [[fealdad]] producida por una cicatriz [[ἀφόρητος]] ... ἡ ἀ. <i>Hippiatr.Paris</i>.262.<br /><b class="num">2</b> c. sent. positivo [[sencillez]] Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[desorden]], [[tumulto]], [[confusión]] θόρυβος καὶ λόγων [[ἀκοσμία]] E.<i>IA</i> 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.<i>Hom</i>.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.<i>Tact</i>.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e<br /><b class="num">•</b>en sent. fil. [[caos]], [[desorden]] τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.<i>Grg</i>.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.<i>Mu</i>.399<sup>a</sup>14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.<i>in Prm</i>.205.<br /><b class="num">2</b> en sent. moral [[desenfreno]], [[exceso]] οὐ κόσμος ... ἀλλ' [[ἀκοσμία]] φαίνοιτ' ἄν S.<i>Fr</i>.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.<i>Smp</i>.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.<i>VV</i> 1251<sup>a</sup>22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.<br /><b class="num">III</b> en Creta [[suspensión de la magistratura de los κόσμοι]] Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>b</sup>8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀκοσμία]])<br />[[απρεπής]] [[συμπεριφορά]] ή [[πράξη]], [[απρέπεια]], [[παρεκτροπή]], [[ασχημοσύνη]]<br />«[[ακοσμία]] του πλήθους»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αταξία]], [[ακαταστασία]]<br /><b>2.</b> υπερβολική [[χρήση]], [[υπερβολή]]<br /><b>3.</b> η [[περίοδος]], [[κατά]] τήν οποία δεν υπήρχαν κόσμοι (=άρχοντες) στις πόλεις της Κρήτης<br /><b>μσν.</b><br />η [[έλλειψη]] στολισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκοσμος]]<br />η λ. [[ακοσμία]] ως [[νεώτερος]] [[φιλοσοφικός]] όρος αποτελεί [[απόδοση]] στα Ελληνικά του ελληνογενούς νεολατιν. όρου <i>Akosmismus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]], ο [[οποίος]] πλάστηκε από τους Γερμανούς Φίχτε και Χέγκελ<br />ο όρος αποδόθηκε [[επίσης]] και ως <i>ακοσμισμός</i> από τον καθηγητή της Φιλοσοφίας Νικόλ. Κοτζιά]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A disorder, Pl.Grg.508a, Ael.Tact.41.2; extravagance, excess, λόγων E.IA317:—in moral sense, disorderliness (with play on κόσμος 11.1), S.Fr.846: in pl., Pl.Smp.188b; αἱ ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom. p.340. 2 absence of κόσμος, chaos, Dam.Pr.205. II abeyance of κόσμοι, in Crete (κόσμος 111), Arist.Pol.1272b8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοσμία: ἡ, ἀκαταστασία, Πλάτ. Γοργ. 508Α: ἀκράτεια, ὑπερβολή, λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ ἀκόλαστος. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. μεσοβασιλεία (ἴδε κόσμος ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 désordre, trouble, confusion;
2 dérèglement, licence.
Étymologie: ἄκοσμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -η Gr.Naz.Mul.Orn.287
I carencia de adorno
1 c. sent. peyorativo desadorno, fealdad, mal gusto, desazón κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων ἀκοσμία Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies Clem.Al.Paed.2.12.122
•de la fealdad producida por una cicatriz ἀφόρητος ... ἡ ἀ. Hippiatr.Paris.262.
2 c. sent. positivo sencillez Gr.Naz.l.c.
II 1desorden, tumulto, confusión θόρυβος καὶ λόγων ἀκοσμία E.IA 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.Tact.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e
•en sent. fil. caos, desorden τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.Grg.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.Mu.399a14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.in Prm.205.
2 en sent. moral desenfreno, exceso οὐ κόσμος ... ἀλλ' ἀκοσμία φαίνοιτ' ἄν S.Fr.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.Smp.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.VV 1251a22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.
III en Creta suspensión de la magistratura de los κόσμοι Arist.Pol.1272b8.
Greek Monolingual
η (Α ἀκοσμία)
απρεπής συμπεριφορά ή πράξη, απρέπεια, παρεκτροπή, ασχημοσύνη
«ακοσμία του πλήθους»
αρχ.
1. αταξία, ακαταστασία
2. υπερβολική χρήση, υπερβολή
3. η περίοδος, κατά τήν οποία δεν υπήρχαν κόσμοι (=άρχοντες) στις πόλεις της Κρήτης
μσν.
η έλλειψη στολισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκοσμος
η λ. ακοσμία ως νεώτερος φιλοσοφικός όρος αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του ελληνογενούς νεολατιν. όρου Akosmismus < α- στερητ. + κόσμος, ο οποίος πλάστηκε από τους Γερμανούς Φίχτε και Χέγκελ
ο όρος αποδόθηκε επίσης και ως ακοσμισμός από τον καθηγητή της Φιλοσοφίας Νικόλ. Κοτζιά].