ἀλλᾶς: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(big3_3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ᾶντος, ὁ<br />[[morcilla]] ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar</i> (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.<i>Eq</i>.432, Epich.85.416Au.<br /><b class="num">•</b>hecha de sangre, carne y especias [[αἱματοπώτης]] ἔσθ' ὅ τ' [[ἀλλᾶς]] χὡ δράκων Ar.<i>Eq</i>.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.<i>Eq</i>.161, 201, πνεύμων, [[ἀλλᾶς]] τε bofe y morcilla</i> Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.<i>VS</i> 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4<br /><b class="num">•</b>frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.<i>Gall</i>.14<br /><b class="num">•</b>adulteradas a base de mulo muerto, Procop.<i>Goth</i>.2.3.11.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. <i>allo</i>-, lat. <i>alium</i> ‘ajo’. | |dgtxt=-ᾶντος, ὁ<br />[[morcilla]] ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar</i> (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.<i>Eq</i>.432, Epich.85.416Au.<br /><b class="num">•</b>hecha de sangre, carne y especias [[αἱματοπώτης]] ἔσθ' ὅ τ' [[ἀλλᾶς]] χὡ δράκων Ar.<i>Eq</i>.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.<i>Eq</i>.161, 201, πνεύμων, [[ἀλλᾶς]] τε bofe y morcilla</i> Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.<i>VS</i> 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4<br /><b class="num">•</b>frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.<i>Gall</i>.14<br /><b class="num">•</b>adulteradas a base de mulo muerto, Procop.<i>Goth</i>.2.3.11.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. <i>allo</i>-, lat. <i>alium</i> ‘ajo’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλλᾶς]] (-ᾶντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[λουκάνικο]], [[αιματιά]], [[σουτζούκι]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> οι [[αλλάντες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλλᾶς]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, [[πράγμα]] που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν [[σχέση]] με τη [[μαγειρική]]. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀλλᾶ</i>-<i>Fεντ</i>-<i>ς</i>, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>, [[συναίρεση]] (<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ε</i>) και [[αποβολή]] του συμπλέγματος -<i>ντ</i>- προ του -<i>ς</i>-, προήλθε ο τ. [[ἀλλᾶς]]. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που [[είναι]] [[συγγενής]] με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἄλλην]] «[[λάχανον]] Ἰταλοί», [[καθώς]] και με το λατ. <i>alium</i> «[[σκόρδο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλλαντοειδής]], [[ἀλλαντοποιός]], [[ἀλλαντοπώλης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ,
A force-meat, sausage or black-pudding, Hippon.48, Ar.Eq.161, Crates Com.17, etc.
German (Pape)
[Seite 102] ᾶντος, ὁ (aus ἀλλάεις zsgzgn, an allium, Knoblauch, erinnernd, also eigtl. Knoblauchs-) Wurst, Ar. Equ. 160 u. ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλᾶς: ᾶντος, ὁ, κεκομμένον κρέας ἐντὸς ἐντέρου, λουκάνικον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161· Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, «τὸ δὲ ἀλλᾶς παρὰ τὴν ἀόλλησιν τῶν κρεῶν, ἢ παρὰ τὴν ἄλλησιν, τουτέστι συγκοπήν», Ἐτυμ. Μ.
French (Bailly abrégé)
ᾶντος (ὁ) :
saucisson, saucisse.
Étymologie: DELG orig. obsc., comme beaucoup de termes culinaires.
Spanish (DGE)
-ᾶντος, ὁ
morcilla ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.Eq.432, Epich.85.416Au.
•hecha de sangre, carne y especias αἱματοπώτης ἔσθ' ὅ τ' ἀλλᾶς χὡ δράκων Ar.Eq.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.Eq.161, 201, πνεύμων, ἀλλᾶς τε bofe y morcilla Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.VS 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4
•frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.Gall.14
•adulteradas a base de mulo muerto, Procop.Goth.2.3.11.
• Etimología: Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. allo-, lat. alium ‘ajo’.
Greek Monolingual
ἀλλᾶς (-ᾶντος), ο (Α)
1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι
2. πληθ. οι αλλάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλλᾶ-Fεντ-ς, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση (α + ε) και αποβολή του συμπλέγματος -ντ- προ του -ς-, προήλθε ο τ. ἀλλᾶς. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που είναι συγγενής με τη γλώσσα του Ησυχίου ἄλλην «λάχανον Ἰταλοί», καθώς και με το λατ. alium «σκόρδο».
ΣΥΝΘ. ἀλλαντοειδής, ἀλλαντοποιός, ἀλλαντοπώλης].