ἀλύπητος: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῡ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[libre de penas]], [[sin tristeza]], [[βίος]] S.<i>Tr</i>.168, αἰών 2<i>Ep.Clem</i>.19.4, cf. Theopomp.Hist.399.<br /><b class="num">2</b> [[no dañino]], [[inofensivo]] c. dat. ἀλύπητοι δόμοις E.<i>Fr</i>.1.9 Bond.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin dolor]], [[sin pena]] τὰ τῶν τετελευτηκότων σώματα ... ἀ. τοῖς ζῶσι ... κρύπτειν Pl.<i>Lg</i>.958e, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.12.70. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῡ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[libre de penas]], [[sin tristeza]], [[βίος]] S.<i>Tr</i>.168, αἰών 2<i>Ep.Clem</i>.19.4, cf. Theopomp.Hist.399.<br /><b class="num">2</b> [[no dañino]], [[inofensivo]] c. dat. ἀλύπητοι δόμοις E.<i>Fr</i>.1.9 Bond.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin dolor]], [[sin pena]] τὰ τῶν τετελευτηκότων σώματα ... ἀ. τοῖς ζῶσι ... κρύπτειν Pl.<i>Lg</i>.958e, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.12.70. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλύπητος]], -ον)<br />αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο [[άλυπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αισθάνεται [[λύπη]] για τους άλλους, [[ανελέητος]], [[άσπλαχνος]], [[άπονος]], [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αξίζει να τον λυπηθεί, να τον σπλαχνιστεί [[κανείς]]<br /><b>3.</b> [[αφειδής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αλύπητα</i><br />α) [[χωρίς]] [[λύπη]], ανελέητα, σκληρά<br />β) αφειδώς, άφθονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν προξενεί [[λύπη]], ο μη [[λυπηρός]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αλυπήτως</i><br />[[δίχως]] [[πρόκληση]] λύπης ή πόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυπώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλυπησιά]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not pained or grieved, S.Tr. 168. II Act., not causing pain, S.OC1662 (but v. sub ἀλάμπετος): so Adv. -τως Pl.Lg.958e.
German (Pape)
[Seite 110] ungekränkt, nichtbetrübt, βίος Soph. Trach. 167; γῆς βάθρον O. C. 1658, mit der v. l. ἀλάμπετος, wird act. erkl., nicht betrübend, schmerzlos, wie es Hippocr. braucht; ebenso adv., Plat. Legg. XII, 958 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλύπητος: -ον, ὁ μὴ λυπούμενος ἢ θλιβόμενος, Σοφ. Τρ. 168. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν πόνον ἢ λύπην, Σοφ. Ο. Κ. 1662 (ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. ἀλάμπετος): οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. -τως, Πλάτ. Νόμ. 958Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exempt de chagrin;
2 qui ne cause pas de chagrin.
Étymologie: ἀ, λυπέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1libre de penas, sin tristeza, βίος S.Tr.168, αἰών 2Ep.Clem.19.4, cf. Theopomp.Hist.399.
2 no dañino, inofensivo c. dat. ἀλύπητοι δόμοις E.Fr.1.9 Bond.
II adv. -ως sin dolor, sin pena τὰ τῶν τετελευτηκότων σώματα ... ἀ. τοῖς ζῶσι ... κρύπτειν Pl.Lg.958e, Clem.Al.Strom.7.12.70.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλύπητος, -ον)
αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός
2. αυτός που δεν αξίζει να τον λυπηθεί, να τον σπλαχνιστεί κανείς
3. αφειδής, άφθονος
4. επίρρ. αλύπητα
α) χωρίς λύπη, ανελέητα, σκληρά
β) αφειδώς, άφθονα
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί λύπη, ο μη λυπηρός
2. επίρρ. αλυπήτως
δίχως πρόκληση λύπης ή πόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυπώ.
ΠΑΡ. αλυπησιά].