ἀμαχητί: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(big3_3)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμᾰχητί)<br />adv. [[sin lucha]], [[sin resistencia]] ἀ. ἴομεν Οὔλυμπόνδε <i>Il</i>.21.437, ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Hdt.1.174, ἀ. ἀπώλλυντο X.<i>Cyr</i>.4.2.28, ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχος Plb.10.14.13, λαβόντες ἀ. τὴν πόλιν I.<i>BI</i> 3.427, λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπους I.<i>AI</i> 8.260.
|dgtxt=(ἀμᾰχητί)<br />adv. [[sin lucha]], [[sin resistencia]] ἀ. ἴομεν Οὔλυμπόνδε <i>Il</i>.21.437, ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Hdt.1.174, ἀ. ἀπώλλυντο X.<i>Cyr</i>.4.2.28, ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχος Plb.10.14.13, λαβόντες ἀ. τὴν πόλιν I.<i>BI</i> 3.427, λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπους I.<i>AI</i> 8.260.
}}
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α ἀμαχητὶ) [[ἀμάχητος]]<br />[[δίχως]] [[μάχη]], [[δίχως]] [[χρήση]] όπλων και βίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίχως]] [[αντίσταση]], [[δίχως]] [[αντίρρηση]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰχητί Medium diacritics: ἀμαχητί Low diacritics: αμαχητί Capitals: ΑΜΑΧΗΤΙ
Transliteration A: amachētí Transliteration B: amachēti Transliteration C: amachiti Beta Code: a)maxhti/

English (LSJ)

Adv. of sq.,

   A without battle, without stroke of sword, Il.21.437, Hdt.1.174 (freq. written -τεί in codd., X.Cyr.4.2.28, etc.).

German (Pape)

[Seite 117] dasselbe, Hom. einmal, Il. 21, 437; Her 1, 174 u. öfter; Xen. An. 4, 2, 15 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰχητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., = ἄνευ μάχης, ἄνευ τῆς χρήσεως ὅπλου, Ἰλ. Φ. 437, Ἡρόδ. 1. 174: ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 28, Ἁν. 4. 2, 15‧ τὰ χειρόγραφα κυμαίνονται μεταξὺ τοῦ ἀμαχητὶ καὶ -τεί, πρβλ. Βλωφμ. Αἰσχύλ. Πρ. 216.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἀμαχεί.
Étymologie: ἀμάχητος.

English (Autenrieth)

without contest, Il. 21.437†.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰχητί)
adv. sin lucha, sin resistencia ἀ. ἴομεν Οὔλυμπόνδε Il.21.437, ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Hdt.1.174, ἀ. ἀπώλλυντο X.Cyr.4.2.28, ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχος Plb.10.14.13, λαβόντες ἀ. τὴν πόλιν I.BI 3.427, λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπους I.AI 8.260.

Greek Monolingual

επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) ἀμάχητος
δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας
νεοελλ.
δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση.