ἀμοργίς: Difference between revisions
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄμοργις]] Ar.<i>Lys</i>.735, 737, Sch.Ar.<i>Lys</i>.735<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[fibra de malva]] ἀ. [[ἄλοπος]] Ar.<i>Lys</i>.ll.cc. (c. alusión obs. al miembro viril), cf. Paus.Gr.α 93, <i>EM</i> 129.20G., Sch.Ar.<i>Lys</i>.735.<br /><b class="num">2</b> [[túnica hecha de la fibra de la malva]] Poll.7.74, Hsch.<br /><b class="num">3</b> ἀμοργίδα por ἀμολγίδα· ἐξεσβηκυῖαν τὸ [[γάλα]] que se ha quedado sin leche</i> seguramente erróneo, Hsch. | |dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄμοργις]] Ar.<i>Lys</i>.735, 737, Sch.Ar.<i>Lys</i>.735<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[fibra de malva]] ἀ. [[ἄλοπος]] Ar.<i>Lys</i>.ll.cc. (c. alusión obs. al miembro viril), cf. Paus.Gr.α 93, <i>EM</i> 129.20G., Sch.Ar.<i>Lys</i>.735.<br /><b class="num">2</b> [[túnica hecha de la fibra de la malva]] Poll.7.74, Hsch.<br /><b class="num">3</b> ἀμοργίδα por ἀμολγίδα· ἐξεσβηκυῖαν τὸ [[γάλα]] que se ha quedado sin leche</i> seguramente erróneo, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀμοργὶς (-[[ίδος]]), η (Α) [[Ἀμοργός]]<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[λινάρι]] που [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] καλλιεργούσαν στην Αμοργό<br /><b>2.</b> κατ’ αποκλίνουσα [[ερμηνεία]], ο [[βλαστός]] (το [[κοτσάνι]]) της μολόχας, που στην [[αρχαιότητα]] χρησιμοποιούνταν στην [[υφαντουργία]] σαν καννάβι ή [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ἁμοργός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμόργινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A stalks of mallow (Malva silvestris), used like hemp or flax, ἄλοπος ἀ. Ar.Lys.735: acc. ἄμοργιν, v.l. ἀμοργίδα, ib.737. (Perh. from the pr. n. Ἀμοργός as place of growth.) II proparox. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Hdn.Gr.1.87.
German (Pape)
[Seite 128] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); ἄλοπος ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. ἀμόργινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοργίς: -ίδος, ἡ, λεπτὸν λίνον ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: ἄλοπος ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de lin fin (de l’île d’Amorgos) ou de pourpre.
Étymologie: cf. ἀμόργινος.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἄμοργις Ar.Lys.735, 737, Sch.Ar.Lys.735
• Prosodia: [ᾰ-]
1 fibra de malva ἀ. ἄλοπος Ar.Lys.ll.cc. (c. alusión obs. al miembro viril), cf. Paus.Gr.α 93, EM 129.20G., Sch.Ar.Lys.735.
2 túnica hecha de la fibra de la malva Poll.7.74, Hsch.
3 ἀμοργίδα por ἀμολγίδα· ἐξεσβηκυῖαν τὸ γάλα que se ha quedado sin leche seguramente erróneo, Hsch.
Greek Monolingual
ἀμοργὶς (-ίδος), η (Α) Ἀμοργός
1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό
2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) της μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἁμοργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμόργινος.