ἄνιππος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(big3_4)
(4)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[que carece de caballo]] ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pi.<i>Fr</i>.52d.27, ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον Ar.<i>Nu</i>.125, cf. Plb.10.40.10, <i>PSorb</i>.12.2, 6 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>como subst. [[soldado de a pie]], [[infante]] ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόται Hdt.1.215, cf. S.<i>OC</i> 899.<br /><b class="num">2</b> [[que no sabe equitación]] μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππον Plu.2.100a.<br /><b class="num">3</b> de lugares [[difícil de atravesar a caballo]] [[Αἴγυπτος]] ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα [[ἄνιππος]] καὶ [[ἀναμάξευτος]] γέγονε Hdt.2.108, τόπος D.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[que carece de caballo]] ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pi.<i>Fr</i>.52d.27, ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον Ar.<i>Nu</i>.125, cf. Plb.10.40.10, <i>PSorb</i>.12.2, 6 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>como subst. [[soldado de a pie]], [[infante]] ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόται Hdt.1.215, cf. S.<i>OC</i> 899.<br /><b class="num">2</b> [[que no sabe equitación]] μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππον Plu.2.100a.<br /><b class="num">3</b> de lugares [[difícil de atravesar a caballo]] [[Αἴγυπτος]] ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα [[ἄνιππος]] καὶ [[ἀναμάξευτος]] γέγονε Hdt.2.108, τόπος D.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνιππος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[άλογο]] ή άλογα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως [[ιππέας]]<br /><b>2.</b> [[ανίκανος]] για [[ιππασία]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[ακατάλληλος]] και [[απρόσφορος]] για [[ιππασία]] ή για [[εκτροφή]] αλόγων.
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνιππος Medium diacritics: ἄνιππος Low diacritics: άνιππος Capitals: ΑΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: ánippos Transliteration B: anippos Transliteration C: anippos Beta Code: a)/nippos

English (LSJ)

ον,

   A without horse, not serving on horseback, ἱππόται καὶ ἄνιπποι Hdt.1.215, S.OC899; without a horse to ride on, Ar.Nu.125, Plb.10.40.10; unable to ride, Plu.2.100a.    2 of countries, unsuited for horses, ἄ. καὶ ἀναμάξευτος Hdt.2.108, cf.Aen.Tact.8.4, D.H. 2.13.

German (Pape)

[Seite 238] 1) unberitten, ohne Pferd, Ggstz ἱππότης Soph. O. C. 908; Her. 1, 215; Ar. Nubb. 126. – 2) von Gegenden, für Reiterei untauglich, Her. 2, 108; entgegengesetzt ἱππάσιμος Aen. Tact. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιππος: -ον, ὁ ἄνευ ἵππου, ὁ μὴ ὑπηρετῶν ἐν τῷ στρατῷ ὡς ἱππεύς, ἱππόται ... καὶ ἄνιπποι Ἡρόδ. 1. 215, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἱππότης, πάντα λεὼν ἄνιππον ἱππότην τε Σοφ. Ο. Κ. 899: ὁ μὴ ἔχων ἵππον ἵνα ἱππεύσῃ, «ὁ ἐστερημένος ἵππων» (Σουΐδ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 125: ἀνίκανος νὰ ἱππεύῃ, Πλούτ. 2. 100Α. 2) ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων μὴ ἐπιτηδείων πρὸς ἱππασίαν, ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος Ἡρόδ. 2. 108, πεζοὶ δὲ ὅπου τραχὺς εἴη καὶ ἄνιππος τόπος Διον. Ἁλ. 2. 13, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas de cheval;
2 qui ne sert pas dans la cavalerie;
3 impropre à monter à cheval;
4 impraticable aux chevaux.
Étymologie: ἀ, ἵππος.

English (Slater)

ᾰνιππος
   1 without horses cf. Bacch. 8. 15. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (a chorus of Keans speaks on behalf of their island) (Pae. 4.27)

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. que carece de caballo ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pi.Fr.52d.27, ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον Ar.Nu.125, cf. Plb.10.40.10, PSorb.12.2, 6 (III a.C.)
como subst. soldado de a pie, infante ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόται Hdt.1.215, cf. S.OC 899.
2 que no sabe equitación μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππον Plu.2.100a.
3 de lugares difícil de atravesar a caballo Αἴγυπτος ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος γέγονε Hdt.2.108, τόπος D.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄνιππος, -ον)
αυτός που δεν έχει άλογο ή άλογα
αρχ.
1. αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως ιππέας
2. ανίκανος για ιππασία
3. (για τόπο) ακατάλληλος και απρόσφορος για ιππασία ή για εκτροφή αλόγων.