ἁρμοῖ: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(big3_6)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἁρμῷ]] Hp.<i>Cord</i>.12, Pherecr.115<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[hace poco]], [[recientemente]] ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.<i>Pr</i>.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.<i>Fr</i>.274.1, cf. Pherecr.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[en seguida]], [[de inmediato]] ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.<i>Mul</i>.1.36.<br /><b class="num">2</b> [[un poco]] τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.<i>Mul</i>.1.4, <i>Steril</i>.213.<br /><b class="num">3</b> [[ajustadamente]], [[herméticamente]] del cierre de una válvula cardíaca, Hp.<i>Cord</i>.l.c. • DMic.: <i>a-mo-i-je-to</i> (?).
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἁρμῷ]] Hp.<i>Cord</i>.12, Pherecr.115<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[hace poco]], [[recientemente]] ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.<i>Pr</i>.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.<i>Fr</i>.274.1, cf. Pherecr.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[en seguida]], [[de inmediato]] ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.<i>Mul</i>.1.36.<br /><b class="num">2</b> [[un poco]] τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.<i>Mul</i>.1.4, <i>Steril</i>.213.<br /><b class="num">3</b> [[ajustadamente]], [[herméticamente]] del cierre de una válvula cardíaca, Hp.<i>Cord</i>.l.c. • DMic.: <i>a-mo-i-je-to</i> (?).
}}
{{grml
|mltxt=ἁρμοῑ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πριν]] από λίγο, [[τώρα]] [[μόλις]]<br /><b>2.</b> [[ήσυχα]], [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία τοπική [[πτώση]] του τ. [[αρμός]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοῖ Medium diacritics: ἁρμοῖ Low diacritics: αρμοί Capitals: ΑΡΜΟΙ
Transliteration A: harmoî Transliteration B: harmoi Transliteration C: armoi Beta Code: a(rmoi=

English (LSJ)

Adv.

   A just, lately, A.Pr.615, Theoc.4.51, Lyc.106, Call.Fr. 44; at once, Hp.Mul.1.36.    2 just, a little, ib.4, Steril.213.    3 tightly, Id.Cord.12.—Written ἁρμῷ Pi.Fr.10, Pherecr.111, Hp.Cord. l.c., cf. EM144.49. (Old locative of ἁρμός.)

German (Pape)

[Seite 356] (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie ἄρτι, Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = ἡσυχῆ, μικρῶς, Hippocr. S. ἁρμῶ.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοῖ: ἐπίρρ. ἄρτι, ἀρτίως, νεωστί, πρὸ ὀλίγου, «τώρα», ἁρμοῖ πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) ἡσυχῇ, μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται ἁρμῷ ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ ἐπειδὴλέξις εἶναι Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει περί τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. (εἶναι δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

adv.
sur-le-champ, tout à l’heure.
Étymologie: ἁρμός.

English (Slater)

ἁρμοῑ (fort. ἁρμῷ scribendum)
   1 at once, just now ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται (Schneidewin: ἁρμῶ codd. Eustathii: unde scrips. ἁρμῷ edd. vulg.: τὸ ἁρμῶ ἤγουν ἄρτι, ὃ παρ' ἑτέροις ἁρμοῖ λέγεται. Eustath., proem. Pind., 21) fr. 10.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἁρμῷ Hp.Cord.12, Pherecr.115
adv.
1 hace poco, recientemente ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.Pr.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.Fr.274.1, cf. Pherecr.l.c.
en seguida, de inmediato ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.Mul.1.36.
2 un poco τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.Mul.1.4, Steril.213.
3 ajustadamente, herméticamente del cierre de una válvula cardíaca, Hp.Cord.l.c. • DMic.: a-mo-i-je-to (?).

Greek Monolingual

ἁρμοῑ επίρρ. (Α)
1. πριν από λίγο, τώρα μόλις
2. ήσυχα, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία τοπική πτώση του τ. αρμός με επιρρηματική χρήση].