ἀριστεύς: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(big3_6)
(6)
Line 27: Line 27:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />en plu. [[los más valientes o distinguidos]] ἄνδρες <i>Od</i>.14.218, cf. <i>Il</i>.5.206, c. gen. γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν <i>Il</i>.2.404, op. οἱ τύραννοι Philostr.<i>VS</i> 481, M.Ant.4.48, op. θεοί Plu.2.156f<br /><b class="num">•</b>gener. [[los mejores]] Hdt.6.81, Pi.<i>P</i>.9.107, Ant.Lib.2.2, Pamprepius 4.29<br /><b class="num">•</b>en sg. [[el más valiente]] ἀνδρὸς ἀριστέως E.<i>IA</i> 28<br /><b class="num">•</b>como tít. honorario <i>IGR</i> 4.914.15 (Cibira I d.C.), <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.150.3 (Odesos), <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3733.15 (Atenas II d.C.).<br />-έως, ὁ<br />[[encargado de organizar los banquetes]] en las fiestas, como cargo público <i>Didyma</i> 84.13 (II d.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄριστον]].
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />en plu. [[los más valientes o distinguidos]] ἄνδρες <i>Od</i>.14.218, cf. <i>Il</i>.5.206, c. gen. γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν <i>Il</i>.2.404, op. οἱ τύραννοι Philostr.<i>VS</i> 481, M.Ant.4.48, op. θεοί Plu.2.156f<br /><b class="num">•</b>gener. [[los mejores]] Hdt.6.81, Pi.<i>P</i>.9.107, Ant.Lib.2.2, Pamprepius 4.29<br /><b class="num">•</b>en sg. [[el más valiente]] ἀνδρὸς ἀριστέως E.<i>IA</i> 28<br /><b class="num">•</b>como tít. honorario <i>IGR</i> 4.914.15 (Cibira I d.C.), <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.150.3 (Odesos), <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3733.15 (Atenas II d.C.).<br />-έως, ὁ<br />[[encargado de organizar los banquetes]] en las fiestas, como cargo público <i>Didyma</i> 84.13 (II d.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄριστον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀριστεύς]], ο (AM) [[αριστεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πρώτος]] στην [[ανδρεία]], το [[παλληκάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άριστος]], ο διακεκριμένος, ο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ ἀριστεῑς</i><br />οι άριστοι, οι ηγέτες, οι αρχηγοί.
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστεύς Medium diacritics: ἀριστεύς Low diacritics: αριστεύς Capitals: ΑΡΙΣΤΕΥΣ
Transliteration A: aristeús Transliteration B: aristeus Transliteration C: aristeys Beta Code: a)risteu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, dual

   A ἀριστέοιν S.Aj.1304: (ἄριστος):—used by Hom. mostly in pl. ἀριστῆες those who excel in valour, chiefs, Il.2.404, al.; ἄνδρας ἀριστῆας Od.14.218, cf. Hdt.6.81, Alc. Supp.1a.8, Pi.P.9.107, Ant.Lib.2.2, etc.: sg., A.Pers.306; ἀνδρὸς ἀριστέως E.IA28 (lyr.); as an honorary title, CIG2881 (Milet.), IGRom.4.914 (Cibyra).

German (Pape)

[Seite 352] ὁ, der Beste, Nebenform von ἄριστος; meist Bezeichnung der Fürsten, Vornehmen; Hom. ἀριστῆος mehrmals, ἀριστῆα Iliad. 3, 44, ἀριστῆες, ἀριστῆας u. ἀριστήεσσιν mehrmals, ἀριστήων Iliad. 9, 396 Od. 11, 227; μνηστήρων ἀριστῆες Od. 15, 28; ἀριστῆας Δαναῶν Iliad. 17, 245; ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν 1, 227; ἀριστῆες Παναχαιῶν 10, 1; ἀριστήεσσι καὶ βασιλεῦσιν 9, 334; ἀνδρὸς ἀριστῆος 15, 489; ἄνδρας ἀριστῆας Od. 14, 218; καγχαλόωσι φάντες ἀριστῆα πρόμον ἔμμεναι, οὕνεκα καλὸν εἶδος ἔπ'· ἀλλ' οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή Iliad. 3, 44; γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν 2, 404; κούρητας ἀριστῆας Παναχαιῶν 19, 193. – Pind. P. 9, 107 ἀριστῆες ἀνδρῶν; Ἕκτορά τ' ἄλλους τ' ἀριστέας I. 8, 55; Soph. Ai. 1283. Bei Sp. auch in Prosa, die in sittlicher Beziehung Besten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστεύς: έως, ὁ: δυϊκ. ἀριστέοιν Σοφ. Αἴ. 1304 (ἄριστος): - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον πληθυντικῶς, ἀριστῆες, Λατ. optimates, οἱ ἄριστοι, οἱ ἄρχοντες, οἱ ἡγεμόνες, οὕτω παρ’ Ἡρόδ. 6. 81, Πινδ. Π. 9. 188, καὶ Τραγ.· ἀλλ’ ἑνικ. παρ’ Αἰσχύλ. Πέρσ. 306 (Blomf)· ἀνδρὸς ἀριστέως Εὐρ. Ι. Α. 28, ἐπιγρ. Μιλήτου, Συλλ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 288112· πρβλ. Kleemann, Voc. Hom., σ. 9.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui tient le premier rang, chef le plus distingué, particul. le plus brave ; d’ord. au pl. οἱ ἀριστεῖς les grands, les chefs ; dans Homère la suite ou l’entourage des rois.
Étymologie: ἄριστος.

English (Autenrieth)

ῆος (ἄριστος): best man, chief, Il. 3.44 ; ἀνδρὸς ἀριστῆος, Il. 15.489; usually pl., ἀριστῆες, Il. 2.404, etc.

English (Slater)

ᾰριστεύς
   1 noble, chief τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.107) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (I. 8.55)

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
en plu. los más valientes o distinguidos ἄνδρες Od.14.218, cf. Il.5.206, c. gen. γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν Il.2.404, op. οἱ τύραννοι Philostr.VS 481, M.Ant.4.48, op. θεοί Plu.2.156f
gener. los mejores Hdt.6.81, Pi.P.9.107, Ant.Lib.2.2, Pamprepius 4.29
en sg. el más valiente ἀνδρὸς ἀριστέως E.IA 28
como tít. honorario IGR 4.914.15 (Cibira I d.C.), IGBulg.12.150.3 (Odesos), IG 22.3733.15 (Atenas II d.C.).
-έως, ὁ
encargado de organizar los banquetes en las fiestas, como cargo público Didyma 84.13 (II d.C.).

• Etimología: Cf. ἄριστον.

Greek Monolingual

ἀριστεύς, ο (AM) αριστεύω
μσν.
ο πρώτος στην ανδρεία, το παλληκάρι
αρχ.
1. ο άριστος, ο διακεκριμένος, ο πρώτος
2. συν. στον πληθ. οἱ ἀριστεῑς
οι άριστοι, οι ηγέτες, οι αρχηγοί.