βολίζω: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(T22) |
(7) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist ἐβολισα; ([[βολίς]] a [[missile]], [[dart]]; a [[line]] and [[plummet]] [[with]] [[which]] mariners [[sound]] the [[depth]] of the [[sea]], a [[sounding]]-[[lead]]); to [[heave]] the [[lead]], [[take]] soundings: Eustathius; ([[middle]] intransitive, to [[sink]] in [[water]], Geoponica, 6,17).) | |txtha=1st aorist ἐβολισα; ([[βολίς]] a [[missile]], [[dart]]; a [[line]] and [[plummet]] [[with]] [[which]] mariners [[sound]] the [[depth]] of the [[sea]], a [[sounding]]-[[lead]]); to [[heave]] the [[lead]], [[take]] soundings: Eustathius; ([[middle]] intransitive, to [[sink]] in [[water]], Geoponica, 6,17).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[βολίζω]])<br />[[ρίχνω]] τη [[βολίδα]], [[εξετάζω]] το [[βάθος]] της θάλασσας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βόλισον</i><br />[[ναυτικό]] [[παράγγελμα]] [[προς]] τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η [[καταμέτρηση]] του βάθους της θάλασσας, όταν το [[πλοίο]] περνάει από επικίνδυνους διαύλους<br /><b>μσν.</b><br /><i>βολίζομαι</i><br />βυθίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βόλος]], [[βολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
(βολίς)
A heave the lead, take soundings, Act.Ap.27.28, Eust. 563.30:—Pass., sink in water, Gp.6.17.
German (Pape)
[Seite 452] das Senkblei auswerfen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βολίζω: (βολὶς) ῥίπτω τὴν βολίδα, ἐξετάζω τὸ βάθος, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 28: ― Παθ., βυθίζομαι εἰς τὸ ὕδωρ, καταβυθίζομαι, Γεωπ. 6. 17.
French (Bailly abrégé)
jeter la sonde ; Pass. s’enfoncer.
Étymologie: βολίς.
Spanish (DGE)
1 lanzar la sonda, sondar καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι Act.Ap.27.28, cf. Eust.563.30, 731.46, 1405.4.
2 sumergir, macerar peras en vino Gp.6.17.
English (Abbott-Smith)
English (Strong)
from βολίς; to heave the lead: sound.
English (Thayer)
1st aorist ἐβολισα; (βολίς a missile, dart; a line and plummet with which mariners sound the depth of the sea, a sounding-lead); to heave the lead, take soundings: Eustathius; (middle intransitive, to sink in water, Geoponica, 6,17).)
Greek Monolingual
(AM βολίζω)
ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας
νεοελλ.
βόλισον
ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους
μσν.
βολίζομαι
βυθίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόλος, βολή.