γενετή: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(T22) |
(8) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[γενετῆς]], ἡ (ΓΑΝΩ, [[γίνομαι]]) (cf. German [[die]] Gewordenheit), [[birth]]; [[hence]], [[very]] [[often]] ἐκ [[γενετῆς]] from [[birth]] on ([[Homer]], Iliad 24,535; [[Aristotle]], eth. Nic. 6,13, 1, p. 1144b, 6 etc.; [[Polybius]] 3,20, 4; Diodorus 5,32, others; the Sept. John 9:1. | |txtha=[[γενετῆς]], ἡ (ΓΑΝΩ, [[γίνομαι]]) (cf. German [[die]] Gewordenheit), [[birth]]; [[hence]], [[very]] [[often]] ἐκ [[γενετῆς]] from [[birth]] on ([[Homer]], Iliad 24,535; [[Aristotle]], eth. Nic. 6,13, 1, p. 1144b, 6 etc.; [[Polybius]] 3,20, 4; Diodorus 5,32, others; the Sept. John 9:1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[γενετή]])<br />(<b>επίρρ. φρ.</b>) «έκ γενετής» — από τη [[στιγμή]] της γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[στιγμή]] της γέννησης κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενε</i>-<i>τή</i><br />από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-) της ρ. <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = γενεά 11.3, ἐκ γενετῆς from the hour of birth, Il.24.535, Od.18.6; εὐθὺς ἐκ γ. Arist.EN1144b6; opp. δι' ἔθος, ib.1154a33; later ἀπὸ γενετῆς Iamb.VP30.171.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, Geburt; Hom. zweimal, ἐκ γενετῆς Versanfang, Odyss. 18, 6 Iliad. 24, 535, var. lect. ἐκ γενεῆς, Scholl. Didym. Odyss. 18, 6 ἐκ γενετῆς: ἐκ γε νεῆς, διχῶς, d. h. Aristarch las hier in der einen seiner beiden Ausgaben ἐκ γενετῆς, in der anderen ἐκ γενεῆς; – bei Her. steht jetzt 8, 23 ἐκ γενεῆς; Arist. Eth. 6, 13 u. öfter; Pol. 3, 20, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενετή: ἡ, = γενεή, ἐκ γενετῆς, ἐκ τῆς ὥρας τῆς γεννήσεως, ἀφ΄ ὅτου ἐγεννήθη τις, Ἰλ. Ω. 535, Ὀδ. Σ. 7· εὐθὺς ἐκ γ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 1· ἀντίθ. πρὸς τὸ δι’ ἔθος, αὐτόθι 7. 14, 4· μεταγεν. ἀπὸ γενετῆς Ἰάμβλ.II. Β. 171.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
seul. dans la locut. ἐκ γενετῆςIL, OD dès la naissance.
Étymologie: γίγνομαι.
English (Autenrieth)
ῆς: birth; ἐκ γενετῆς, ‘from the hour of birth,’ Od. 18.6.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
nacimiento ἐκ γενετῆς desde el nacimiento, desde la cuna, Il.24.535, Od.18.6, Hp.Epid.2.3.18, Nat.Puer.20, Arist.EN 1144b6, Plb.3.20.4, LXX Le.25.47, I.AI 8.157, Paus.4.12.10, S.E.M.11.238, Vett.Val.280.6, Philostr.Ep.12, op. δι' ἔθος Arist.EN 1154a33, ἀπὸ γενετῆς Iambl.VP 171.
English (Strong)
feminine of a presumed derivative of the base of γενεά; birth: birth.
English (Thayer)
γενετῆς, ἡ (ΓΑΝΩ, γίνομαι) (cf. German die Gewordenheit), birth; hence, very often ἐκ γενετῆς from birth on (Homer, Iliad 24,535; Aristotle, eth. Nic. 6,13, 1, p. 1144b, 6 etc.; Polybius 3,20, 4; Diodorus 5,32, others; the Sept. John 9:1.
Greek Monolingual
η (AM γενετή)
(επίρρ. φρ.) «έκ γενετής» — από τη στιγμή της γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού του
αρχ.-μσν.
η στιγμή της γέννησης κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τή
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρ. γεν- του γίγνομαι].