γογγύλος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(Bailly1_1) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />rond, arrondi.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr. | |btext=η, ον :<br />rond, arrondi.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[γένος]] Εντόμων της οικογένειας Mantidae ([[τάξη]] Ορθόπτερων).———————— <b>(II)</b><br />[[γογγύλος]], -η, -ον (Α)<br />[[στρογγυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε IE <i>gong</i>- /<i>geng</i>-. To [[επίθημα]] -<i>ύλος</i> απαντά σε τύπους με παρεμφερή [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγκύλος]], [[καμπύλος]], [[στρογγύλος]]). Δυνατόν να υποτεθεί τ. <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]», που δίνει τον τ. [[γογγύλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αισχύλος</i> -[[αισχρός]]). Τέλος, ο τ. [[γογγύλος]] μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. <i>kọkkr</i> «όγκος», γερμ. <i>kankuz</i>, λιθ. <i>gungul</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[τόπι]], [[μπάλα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], η, ον,
A = στρογγύλος, round, A.Fr.199.7, S.Ichn.297, Pl.Cra.427c; [μᾶζα] Ar.Pax28; λίθος ἄθετος IG12.372.22; ἐλαῖαι Plb. 12.2.4: Comp. -ώτερος Ath.4.139a. 2 = σκληρός, Hsch. II Subst. γόγγῠλος, ὁ, (proparox. acc. to Hdn.Gr.1.164) = κόνδυλος, Sch.Lyc.435. 2 = ὄλυνθος, Nic.Th.855. (Redupl. form from root of γαυλός, γύλιος, etc.)
German (Pape)
[Seite 500] = στρογγύλος, rund, Plat. Crat. 427 c u. bei Ath. u. a. Sp.; λίθος Schol. Ar. Pax 28; Inscr. 160, 2; Galen. auch γογγύλιος
Greek (Liddell-Scott)
γογγύλος: [ῠ], η, ον,= στρογγύλος, κυκλοτερής, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182· μᾶζα γογγύλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 28· λίθος γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160 α. 22, πρβλ. Bückh σ. 274. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γόγγυλος, ὁ, (προπαροξ. κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 56) = κόνδυλος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 435· (γογγύλη χεὶρ παρ’ Εὐδοκ.)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
rond, arrondi.
Étymologie: DELG rien de sûr.
Greek Monolingual
(I)
ο
γένος Εντόμων της οικογένειας Mantidae (τάξη Ορθόπτερων).———————— (II)
γογγύλος, -η, -ον (Α)
στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gong- /geng-. To επίθημα -ύλος απαντά σε τύπους με παρεμφερή σημασία (πρβλ. αγκύλος, καμπύλος, στρογγύλος). Δυνατόν να υποτεθεί τ. γογγρός «στρογγυλός», που δίνει τον τ. γογγύλος (πρβλ. Αισχύλος -αισχρός). Τέλος, ο τ. γογγύλος μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. kọkkr «όγκος», γερμ. kankuz, λιθ. gungulӯs «τόπι, μπάλα»].