εκπονώ: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 07:07, 29 September 2017
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐκπονῶ)
δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ.
γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.)
αρχ.
1. ευπρεπίζω, στολίζω
2. διανύω απόσταση ή διάστημα
3. καλλιεργώ
4. εκπαιδεύω, ανατρέφω
5. εκγυμνάζω
6. εκτελώ, περατώνω
7. αποκτώ με κόπο
8. αναζητώ, προσπαθώ να βρω
9. προσπαθώ να αποτρέψω
10. χωνεύω
11. υποβάλλομαι σε σκληρούς κόπους
12. καταβάλλω, κατανικώ.