ἐναυξάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[acrecentar]], [[incrementar]] (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.<i>Cyn</i>.12.9.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med.-pas. [[crecer]], [[acrecentarse]] c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.<i>Or</i>.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.<i>Flacill</i>.489.15.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[acrecentar]], [[incrementar]] (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.<i>Cyn</i>.12.9.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med.-pas. [[crecer]], [[acrecentarse]] c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.<i>Or</i>.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.<i>Flacill</i>.489.15.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναυξάνω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] [[αύξηση]], [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐναυξάνομαι</i><br />[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, [[αποκτώ]] [[επίδοση]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναυξάνω Medium diacritics: ἐναυξάνω Low diacritics: εναυξάνω Capitals: ΕΝΑΥΞΑΝΩ
Transliteration A: enauxánō Transliteration B: enauxanō Transliteration C: enafksano Beta Code: e)nauca/nw

English (LSJ)

aor. 1 ἐνηύξησα,

   A increase, ἐπιθυμίαν ἀρετῆς X.Cyn.12.9:— Pass., c. dat., grow in... τρυφῇ Hdn.2.10.6; ἐναύξομαι, v. l. for ἀέξομαι, Emp.106.

German (Pape)

[Seite 830] (s. αὐξάνω), darin vermehren, wachsen lassen, οἱ πόνοι ἐπιθυμίαν ἀρετῆς ἐνηύξησαν Xen. Cyn. 12, 9. – Pass., darin zunehmen, τινί, Sp., wie Hdn. 2, 10, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναυξάνω: κάμνω τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., μετὰ δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· οὕτως ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.

French (Bailly abrégé)

faire croître dans ; Pass. croître dans.
Étymologie: ἐν, αὐξάνω.

Spanish (DGE)

1 acrecentar, incrementar (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.Cyn.12.9.
2 intr., en v. med.-pas. crecer, acrecentarse c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.Or.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.Flacill.489.15.

Greek Monolingual

ἐναυξάνω (Α)
προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.)
2. παθ. ἐναυξάνομαι
μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι.