ἐξορία: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_10) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξορία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[ἐξόριος]]. | |lstext='''ἐξορία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[ἐξόριος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐξορία]]) [[εξόριος]]<br /><b>1.</b> [[αποπομπή]] κάποιου και αναγκαστική [[διαβίωση]] έξω από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, [[απέλαση]]<br /><b>2.</b> απομακρυσμένος και [[αφιλόξενος]] [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτόπιση]], [[εξαναγκασμός]] από τις αρχές να εγκαταλείψει [[κάποιος]] τον [[τόπο]] κατοικίας του και να ζει με [[επιτήρηση]] σε [[άλλη]] [[περιοχή]] [[μέσα]] στα [[σύνορα]] της πατρίδας του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζει στην [[εξορία]] του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο [[μέρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A v. ἐξόριος.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, das Exil, Sp. S. ἐξόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορία: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἐξόριος.
Greek Monolingual
η (AM ἐξορία) εξόριος
1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, απέλαση
2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος
νεοελλ.
1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του και να ζει με επιτήρηση σε άλλη περιοχή μέσα στα σύνορα της πατρίδας του
2. φρ. «ζει στην εξορία του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο μέρος.