ἐπεισέρχομαι: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> ἐπεισῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> entrer par surcroît, s’introduire en qualité de nouveau venu : τινι près de qqn;<br /><b>2</b> s’introduire par importation, être importé;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> survenir : τινα, τινι à qqn <i>en parl. d’événements</i>;<br /><b>4</b> s’introduire plus tard <i>en parl. de coutumes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσέρχομαι]]. | |btext=<i>ao.2</i> ἐπεισῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> entrer par surcroît, s’introduire en qualité de nouveau venu : τινι près de qqn;<br /><b>2</b> s’introduire par importation, être importé;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> survenir : τινα, τινι à qqn <i>en parl. d’événements</i>;<br /><b>4</b> s’introduire plus tard <i>en parl. de coutumes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσέρχομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπεισέρχομαι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] κι εγώ [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] σε μια [[οικογένεια]] ως [[μητριά]]<br /><b>2.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] [[μετά]] από άλλον («[[κατόπιν]] ἠμῶν ἐπεισῆλθον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ [[πάντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για έθιμα) εισάγομαι αργότερα<br /><b>5.</b> [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A come in besides, τινί to one, Th.8.35; esp. into a family as stepmother, Hdt.4.154; rush in and attack, ἐπεισήλθοσαν τῷ Σίμωνι εἰς τὸ συμπόσιον LXX 1 Ma.16.16, cf. UPZ13.19 (ii B.C.). 2 come in after, Hdt.1.37; κατόπιν τινός Pl.Prt.316a; and freq. in Att.; τινί D.H.Dem.8. 3 come into besides, c. acc., ξένος ἐ. πόλιν E.Ion813: c. dat., δόμοις ib.851 (nisi leg. δόμους) ; εἰς τὸ χωρίον D.47.53; of things, to be imported, ἐ. ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα Th.2.38. II metaph., 1 of customs, to be introduced later, Plu.2.676f, etc. 2 come into one's head, occur to one, c. dat., ib. 585f: c. acc., Luc.VH2.42.
German (Pape)
[Seite 912] (s. ἔρχομαι), 1) noch dazu, hinterdrein hineingehen, hineinkommen; πόλιν, in die Stadt, Eur. Ion 813; δόμοις 851; absolut, Her. 4, 154, von der zweiten Frau (vgl. ἐπεισάγω); κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον Plat. Prot. 316 a; ἔξωθεν Tim. 81 c; τινί, zu Jem., Thuc. 8, 35; εἰς τὸ χωρίον Dem. 47, 53; – ἐπεισέρχεται τὰ πάντα, es wird Alles hineingeschafft, Thuc. 2, 38. – 2) dabei einfallen, in den Sinn kommen, τὸ ἔπος τινά Luc. V. H. 2, 42; ἔννοια πολλοῖς ἐπεισῆλθεν Plut. gen. Socr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισέρχομαι: Ἀποθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., κατορθώνω καὶ εἰσέρχομαι, καὶ τῶν ἐπεισελθόντων τῶν... ἐκ τῶν νεῶν διαφυγόντων Θουκ. 8. 35· ἰδίως, εἰσέρχομαι εἰς οἰκογένειαν ὡς μητρυιά, Ἡρόδ. 4.154. 2) εἰσέρχομαι μετά τινα, ὁ αὐτὸς 1. 37· κατόπιν τινὸς Πλάτ. Πρωτ. 316Α· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· τινι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 8. 3) προσέτι, εἰσέρχομαι, μετ’ αἰτ., ὅστις σε γήμας ξένος ἐπεισελθών πόλιν Εὐρ. Ἴων 813· μετὰ δοτ., δόμοις αὐτόθι 851· ἐπεισελθόντες εἰς τό χωρίον Δημ. 1155. 8· ἐπὶ πραγμάτων, εἰσάγομαι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς, ἐπ. ἐκ πάσης γῆς τα πάντα Θουκ. 2. 38. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ ἐθίμων, εἰσάγομαι βραδύτερον, Πλούτ. 2. 675ϝ, κτλ. 2) ἔρχομαι εἰς τὴν μνήμην τινός, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Β΄, 42, Πλούτ. 2. 585Ε.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐπεισῆλθον, etc.
1 entrer par surcroît, s’introduire en qualité de nouveau venu : τινι près de qqn;
2 s’introduire par importation, être importé;
3 fig. survenir : τινα, τινι à qqn en parl. d’événements;
4 s’introduire plus tard en parl. de coutumes.
Étymologie: ἐπί, εἰσέρχομαι.
Greek Monolingual
ἐπεισέρχομαι (AM)
1. μπαίνω κι εγώ κάπου
2. ορμώ, επιτίθεμαι
αρχ.
1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά
2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.)
3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα», Θουκ.)
4. (για έθιμα) εισάγομαι αργότερα
5. μπαίνω στο μυαλό κάποιου.