ἐπημοιβός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(Autenrieth)
(13)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀμείβω]]): serving [[for]] a [[change]]; χιτῶνες, Od. 14.513; ὀχῆες, [[cross]]- bars, shutting [[over]] [[one]] [[another]] in [[opposite]] directions. (See [[cut]] No. 29).
|auten=([[ἀμείβω]]): serving [[for]] a [[change]]; χιτῶνες, Od. 14.513; ὀχῆες, [[cross]]- bars, shutting [[over]] [[one]] [[another]] in [[opposite]] directions. (See [[cut]] No. 29).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπημοιβός]], -όν και -ός, -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], [[ανταλλακτικός]] («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επάλληλος]], [[σταυρωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμοιβός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αμείβω]]), το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπημοιβός Medium diacritics: ἐπημοιβός Low diacritics: επημοιβός Capitals: ΕΠΗΜΟΙΒΟΣ
Transliteration A: epēmoibós Transliteration B: epēmoibos Transliteration C: epimoivos Beta Code: e)phmoibo/s

English (LSJ)

όν, late ή, όν Opp.H.5.135:—

   A crossing, ὀχῆες ἐ. (unless = shifting to and fro) Il.12.456; τελαμῶνες ἐ. cross-belts, Opp.C. 1.98.    2 alternating, serving for change, χιτῶνες ἐ. Od.14.513; ἀστέρες Arat.190; πρηδόνες Nic.Th.365.

German (Pape)

[Seite 920] abwechselnd; ὀχῆες, zwei Riegel, die in entgegengesetzter Richtung über over in einander geschoben werden, Il. 12, 456; χιτῶνες, Kleider zum Wechseln; sp. D., wie Opp. C. 1, 98 Nic. Th. 365; auch im fem., ἐπημοιβαῖς προβολῇσιν, wenn die Lesart richtig ist, Opp. H. 5, 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπημοιβός: -όν, μεταγεν. ή, όν, ὡς ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 135 (ἀμείβω): - ἐπάλληλος, Λατ. alternus, δοιοὶ δ’ ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, «ἀλλήλοις ἐπικείμενοι. εἷς ἐφ’ ἕνα» (Σχολ.) (ἴδε ἐν λ. κλεὶς Ι), Ἰλ. Μ. 456· τελαμῶνες ἐπ., σταυροειδῶς συναντώμενοι, Ὀππ. Κυν. 1. 98. 2) ἐπὶ χιτῶνος, ὁ περιττεύων, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγήν, οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι, ἐπημοιβοί τε χιτῶνες ἐνθάδε ἕννυσθαι Ὀδ. Ξ. 513, πρβλ. Ἄρατ. 190, Νικ. Θ. 365.

French (Bailly abrégé)

ion. et épq. c. ἐπαμοιβός.

English (Autenrieth)

(ἀμείβω): serving for a change; χιτῶνες, Od. 14.513; ὀχῆες, cross- bars, shutting over one another in opposite directions. (See cut No. 29).

Greek Monolingual

ἐπημοιβός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.)
2. επάλληλος, σταυρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].