ἐπικλινής: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικλίνω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικλίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικλινής]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που κλίνει [[προς]] τη μία [[πλευρά]], [[κατηφορικός]] («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτήρια, δέντρα, φυτά <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν [[είναι]] [[κάθετος]], που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη μία [[πλευρά]], που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το ουδ. με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>το επικλινές</i><br />η [[επικλίνεια]], η [[ροπή]], η [[κλίση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τάση]], [[προδιάθεση]] για [[κάτι]], [[επιρρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικλινώς</i><br />σε επικλινή [[θέση]], [[πλάγια]], γερτά, [[λοξά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr.CP3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312. 2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οικείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. -νῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.
German (Pape)
[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Uebertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].