ἐργατίνης: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> (ὁ, ἡ) laborieux, actif;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[ἐργατίνης]] :<br /><b>1</b> travailleur;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάτης]].
|btext=ου;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> (ὁ, ἡ) laborieux, actif;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[ἐργατίνης]] :<br /><b>1</b> travailleur;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐργατίνης]], ὁ (AM)<br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[γεωργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό) [[δημιουργός]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[εργατικός]], [[δραστήριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργάτης]] με κατάλ. -<i>ίνης</i> που [[συνήθως]] μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αισχ</i>-<i>ίνης</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰτίνης Medium diacritics: ἐργατίνης Low diacritics: εργατίνης Capitals: ΕΡΓΑΤΙΝΗΣ
Transliteration A: ergatínēs Transliteration B: ergatinēs Transliteration C: ergatinis Beta Code: e)rgati/nhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ,

   A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.) ; ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3, AP11.58 (Maced.) ; βοῦς ἐ. A.R.2.663 (pl.), AP 6.228 (Adaeus).    II c. gen., making a thing or practising an art, μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239 (Maced.); Κύπριδος ib.274 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1020] ὁ, = ἐργάτης, der Arbeiter, u. adj. arbeitsam, thätig, Theocr. 10, 1. 21, 3, vom Landbauer; sp. D., ἀνέρες Haced. 18 (XI, 58); βοῦς Add. 3 (VI, 228), wie Ap. Rh. 2, 663; Κύπριδος Paul. Sil. 12 (V, 2751; auch fem., παλάμαι Ep. ad. 194 (App. 323).

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰτίνης: ῐ, ου, ὁ, = ἐργάτης, ἰδίως γεωργός, ἐργ. βουκαῖος, ἐργ. ἀνὴρ Θεόκρ. 10. 1., 21. 3, Ἀνθ. Π. 11. 58· οὕτω, βοῦς ἐργ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 663, Ἀνθ. Π. 6. 228. 2) ὡς ἐπίθ., ἐργατικός, δραστήριος, ἐνεργητικός, μετὰ θηλ. οὐσιαστ., ἐργατίναις παλάμαισιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 323. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐργαζόμενός τι ἢ ἀσκῶν τέχνην τινά, Ἀνθ. Π. 5. 240, 275.

French (Bailly abrégé)

ου;
I. adj. (ὁ, ἡ) laborieux, actif;
II. subst.ἐργατίνης :
1 travailleur;
2 particul. cultivateur.
Étymologie: ἐργάτης.

Greek Monolingual

ἐργατίνης, ὁ (AM)
1. εργάτης, γεωργός
2. αυτός που ασκεί μια τέχνη
3. (για τον Χριστό) δημιουργός
4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. -ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ-ίνης)].