ἐρεύθω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(14)
(14)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρεύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ερυθρό, το [[κοκκινίζω]], το [[χρωματίζω]] κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]], [[κοκκινίζω]] («τὸ [[πρόσωπον]] ἐρεύθει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρχ. ισλ. <i>rj</i><i>ō</i><i>da</i> «[[ματώνω]]», αρχ. αγγλ. <i>r</i><i>ē</i><i>odan</i> «[[χρωματίζω]], [[βάφω]] [[κάτι]] κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reudh</i>- «[[κόκκινος]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το μεταρρηματικό [[έρευθος]], που αντιστοιχεί [[προς]] το λατ. <i>r</i><i>ō</i><i>bur</i> «[[δρυς]], το σκληρό σκούρο εσωτερικό [[ξύλο]] ορισμένων δένδρων»].
|mltxt=[[ἐρεύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ερυθρό, το [[κοκκινίζω]], το [[χρωματίζω]] κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]], [[κοκκινίζω]] («τὸ [[πρόσωπον]] ἐρεύθει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρχ. ισλ. <i>rj</i><i>ō</i><i>da</i> «[[ματώνω]]», αρχ. αγγλ. <i>r</i><i>ē</i><i>odan</i> «[[χρωματίζω]], [[βάφω]] [[κάτι]] κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reudh</i>- «[[κόκκινος]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το μεταρρηματικό [[έρευθος]], που αντιστοιχεί [[προς]] το λατ. <i>r</i><i>ō</i><i>bur</i> «[[δρυς]], το σκληρό σκούρο εσωτερικό [[ξύλο]] ορισμένων δένδρων»].
}}
{{grml
|mltxt=ἐρευθῶ, -έω (Α) [[έρευθος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[κοκκινίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεύθω Medium diacritics: ἐρεύθω Low diacritics: ερεύθω Capitals: ΕΡΕΥΘΩ
Transliteration A: ereúthō Transliteration B: ereuthō Transliteration C: ereytho Beta Code: e)reu/qw

English (LSJ)

aor. 1 inf.

   A ἐρεῦσαι Il. (v. infr.):—make red, stain with red, αἵματι γαῖαν 11.394 ; γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ 18.329 ; βωμὸν φόνοισι Pythag. ap. S.E. M.9.128:—Pass., to be or become red, Sapph.93, Hp.Epid.2.3.1, Morb. Sacr.15, Theoc.17.127 ; [ἀστὴρ] καλὸν -όμενος A.R.1.778.    II intr. in Act., ἔρ]ευθε φώτων [αἵμα] τι γαῖα B.12.152 ; τὸ πρόσωπον ἐ. Hp. Morb.4.38. (ONorse rjóþa, OE. réodan 'redden', OE. réad 'red' ; v. ἐρυθρός.)

German (Pape)

[Seite 1026] röthen, roth färben, γαῖαν αἵματι Il. 11, 394. 18, 329; – pass. roth werden, Hippocr.; ἐρευθομένων ἐπὶ βωμῶν Theocr. 17, 127; Ap. Rh. 1, 778 u. a. Sp. – Hippocr. braucht auch das act. so, τὸ πρόσωπον ἐρεύθει, wird roth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεύθω: ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐρεῦσαι· (ἐρυθρός): κάμνω τι ἐρυθρόν, κηλιδῶ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος, ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων Ἰλ. Λ. 394· γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ Σ. 329. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἐρυθρός, Σαπφὼ 94, Ἱππ. 1020Ε, Θεόκρ. 17. 127, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 778, κτλ.· πρβλ. συνεξερεύθω.

French (Bailly abrégé)

f. ἐρεύσω, ao. ἤρευσα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et impf. ἠρευθόμην;
faire rougir, rougir : αἵματι γαῖαν IL la terre de sang ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: cf. lat. ruber, rufus.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἐρεῦσαι: redden, dye with blood, Il. 11.394, Il. 18.329. (Il.)

Greek Monolingual

ἐρεύθω (Α)
1. κάνω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω, το χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ισλ. rjōda «ματώνω», αρχ. αγγλ. rēodan «χρωματίζω, βάφω κάτι κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reudh- «κόκκινος». Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το μεταρρηματικό έρευθος, που αντιστοιχεί προς το λατ. rōbur «δρυς, το σκληρό σκούρο εσωτερικό ξύλο ορισμένων δένδρων»].

Greek Monolingual

ἐρευθῶ, -έω (Α) έρευθος
είμαι ή γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω.