ἑτερότροπος: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[τρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br />d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[τρέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο<br /><b>2.</b> [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερότροπα</i><br />τα έμβρυα μερικών [[φυτών]] τα οποία [[είναι]] τοποθετημένα [[λοξά]] [[προς]] τον άξονα του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέπεται [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[παλίντροπος]], [[άστατος]], [[παλίμβουλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο [[ιδιότροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροτρόπως</i> (ΑΜ ἑτεροτρόπως)<br />αλλιώτικα, [[αλλιώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ενώ ο τ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] [[είναι]] αντιδάνειο<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heterotropous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>tropous</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρόπος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of different sort or fashion, κακόν Ar.Th.724; γαλεῶν ἑ. φῦλα Opp.H.1.379; various, τύχης ἑ. ὁρμή AP9.768 (Agath.), cf. Nonn.D.2.669, 7.7.
German (Pape)
[Seite 1051] von anderer Art u. Weise, ἐπὶ κακὸν ἑτερότροπον ἐπέχει τις τύχη Ar. Th. 725; übh. verschieden, sp. D., bes. Nonn., z. B. τύχης ἑτερότροπα κύματα D. 2, 670; ähnl. τύχης ἑτερότροπος ὁρμή Paul. Sil. 69 (IX, 768), was auch "sich auf die andere Seite hin wendend" erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερότροπος: -ον, διαφόρου τρόπου, διαφόρου εἴδους, κακόν ἑτερότροπον Ἀριστοφ. Θεσμ. 724· γαλεῶν ἑτ. φῦλα Ὀππ. Ἁλ. 1. 379. ΙΙ. ὁ κατ’ ἄλλην διεύθυνσιν, τρεπόμενος, ἀβέβαιος, τύχης ἑτ. ὁρμή Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 669., 7. 7. - Ἐπίρρ. ἑτεροτρόπως, ἑτέρῳ τρόπῳ, Καισάρ. 1149, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 201Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.
Étymologie: ἕτερος, τρέπω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερότροπος, -ον)
1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο
2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα
τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι τοποθετημένα λοξά προς τον άξονα του σπέρματος
αρχ.
1. αυτός που τρέπεται προς άλλη κατεύθυνση, παλίντροπος, άστατος, παλίμβουλος
2. αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο ιδιότροπος.
επίρρ...
ετεροτρόπως (ΑΜ ἑτεροτρόπως)
αλλιώτικα, αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από ετερο- + τρόπος ενώ ο τ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterotropous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -tropous (πρβλ. τρόπος)].