εὐπάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la main habile, industrieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παλάμη]].
|btext=ος, ον :<br />à la main habile, industrieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παλάμη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπάλαμος]], -ον (ΑΜ, Μ και [[εὐπάλαμνος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[εφευρετικός]], [[επινοητικός]], [[πολυμήχανος]] (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[εὐπάλαμος]] [[ἔρως]]», <b>Ορφ.</b> ύμν.<br />γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο [[έντεχνος]] («τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευχείριστος]], ευκολομεταχείριστος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει μεγάλες παλάμες, [[δυνατά]] χέρια, ο [[χεροδύναμος]] («[[εὐπάλαμνος]], [[εὐρύστερνος]], [[ἥρως]]», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πάλαμνος]] ή -<i>παλαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παλάμη]])<br />για την κατάλ. -<i>μνος</i> <b>βλ. λ.</b> [[απάλαμνος]]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάλᾰμος Medium diacritics: εὐπάλαμος Low diacritics: ευπάλαμος Capitals: ΕΥΠΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: eupálamos Transliteration B: eupalamos Transliteration C: efpalamos Beta Code: eu)pa/lamos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A handy, skilful, ingenious, of persons, Phoronis Fr.2, Nonn.D.5.216, al.: more freq. in the abstract, inventive, μέριμνα A.Ag.1531 (lyr.); Ἔρως Orph.H.58.4; σοφίη IG14.967.    2 skilfully wrought, ὕμνοι Cratin.70, cf. Nonn.D.17.146, al.    b easily manipulated, Ph.Bel.60.47.

German (Pape)

[Seite 1086] mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; Ἔρως Orph. H. 57, 4; σοφία Nicomed. ep. (App. 15) (s. das Vorige); – kunstreich gearbeitet, ὕμνοι Ar. Equ. 530; δεσμός Nonn. D. 17, 146.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάλᾰμος: -ον, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κατασκευάζειν τι τεχνηέντως, εὐμήχανος, ἐπινοητικός, εὐπάλαμον μέριμναν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1531· ἔρως Ὀρφ. Ὕμν. 57. 4· σοφίη Ἀνθ. Π. παράρτ. 55. 2) καλῶς ἐξειργασμένος, ἔντεχνος, ὕμνοι Κρατῖνος ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la main habile, industrieux.
Étymologie: εὖ, παλάμη.

Greek Monolingual

εὐπάλαμος, -ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, -ον)
1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ.
β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν.
γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.)
2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων», Αριστοφ.)
3. ευχείριστος, ευκολομεταχείριστος
μσν.
αυτός που έχει μεγάλες παλάμες, δυνατά χέρια, ο χεροδύναμοςεὐπάλαμνος, εὐρύστερνος, ἥρως», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πάλαμνος ή -παλαμος (< παλάμη)
για την κατάλ. -μνος βλ. λ. απάλαμνος].