ἔχις: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ, <i>rar.</i> ἡ)<br />vipère, <i>d’ord.</i> mâle de la vipère.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> anguis.
|btext=εως (ὁ, <i>rar.</i> ἡ)<br />vipère, <i>d’ord.</i> mâle de la vipère.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> anguis.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔχις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[έχιδνα]], [[οχιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπους) [[κακός]], ύπουλος και [[επιβλαβής]] [[προς]] τους άλλους [[χαρακτήρας]] («[[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] φυτού, το [[έχιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έχιδνα]]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔχῐς Medium diacritics: ἔχις Low diacritics: έχις Capitals: ΕΧΙΣ
Transliteration A: échis Transliteration B: echis Transliteration C: echis Beta Code: e)/xis

English (LSJ)

[Nic. Th.223, -ῑς metri gr. IG2.1660], εως, ὁ (ἡ Opp.C.3.439), gen. pl.

   A ἔχεων Pl.Euthd.290a: gen. sg. ἔχιος Nic.Th.130: pl., dat. ἐχίεσσι ib.826; gen. ἐχίων ib.653; acc. ἔχιας ib.9, but ἔχεις Thphr. Char.1.7:—viper, Pl.Smp.217e, Arist.HA511a16, etc.: metaph., συκοφάντης καὶ ἔ. τὴν φύσιν D.25.96; ὥσπερ ἔ. ἢ σκορπίος ἠρκὼς τὸ κέντρον ib.52; cf. ἔχιδνα.    II = ἔχιον 11, Nic.Th.541, 636, Plin. HN22.50.

German (Pape)

[Seite 1126] ιος u. εως, ὁ, fem. nur Opp. Cyn. 3, 439, sonst ist ἔχιδνα das fem., obgleich Einige dies für eine andere Schlangengattung halten, vgl. Ael. h. A. 10, 9; die Natter, Viper, Plat. Conv. 217 e u. Folgde. Uebertr. sagt Dem. 25, 96 ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε, einen Menschen von Natternatur.

Greek (Liddell-Scott)

ἔχῐς: -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 (ἔνθα διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· συκοφάντης καὶ ἔχις τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς ὥσπερ ἔχις ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ ἔχιδνα κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, εἶναι τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι ἔχις καὶ ἔχιδνα εἶναι δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ ἔχις ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, οἷον Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως).

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, rar. ἡ)
vipère, d’ord. mâle de la vipère.
Étymologie: cf. lat. anguis.

Greek Monolingual

ἔχις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
1. έχιδνα, οχιά
2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήραςὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.)
3. είδος φυτού, το έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα].