ἡγηλάζω: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(Autenrieth) |
(16) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[parallel]] [[form]] of [[ἡγέομαι]], w. acc., Od. 17.217 ; [[μόρον]], Od. 11.618. (Od.) | |auten=[[parallel]] [[form]] of [[ἡγέομαι]], w. acc., Od. 17.217 ; [[μόρον]], Od. 11.618. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡγηλάζω]] (Α)<br />(επικ. τ. του [[ηγούμαι]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[διευθύνω]] («[[κακός]] κακόν ἡγηλάζει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κακόν [[μόρον]] [[ἡγηλάζω]]» — ζω άσχημα, [[διάγω]] άθλια ζωή (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του [[ηγούμαι]], που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το <i>ελάω</i>, ποιητ. ενεστ. του [[ελαύνω]], [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>άζω</i>. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. <i>ηγηλός</i>, <i>ηγήλη</i> και πιθανή [[επίδραση]] του τ. [[αγέλη]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. collat. form of ἡγέομαι,
A guide, lead, κακὸς κακὸν ἡγηλάζει Od.17.217; but κακὸν μόρον ἡ. lead a wretched life, 11.618; βίοτον βαρὺν ἡ. A.R.1.272; ἱερὸν γόον Orac. ap. Zos.1.57: for Arat.893, v. ὑφηγηλάζω.
German (Pape)
[Seite 1151] verstärkte ep. Form für ἡγέομαι (schwerlich richtig von Alten als eine Zusammensetzung von ἄγειν u. ἐλάω erkl.), führen, leiten; κακὸς κακον ἡγηλάζει Od. 17, 217; ἤ τινα καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγηλάζεις, ein schlimmes, trauriges Loos führen, tragen, erdulden, 11, 617, wonach Ap. Rh. sagt ἀλλ' ὑπὸ μητρυιῇ βίοτον βαρὺν ἡγηλάζει, 1, 272.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγηλάζω: Ἐπ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἡγέομαι, ὁδηγῶ, κακὸς κακὸν ἡγηλάζει Ὀδ. Ρ. 217· ἀλλὰ κακὸν μόρον ἡγ., ζῶ κακῶς διάγω ἀθλίαν ζωήν, Λ. 618· βίοτον βαρὺν ἡγ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 272· - περὶ τοῦ ἐν Ἀράτ. 893, ἴδε ὑφηγηλάζω.
French (Bailly abrégé)
1 conduire, guider : τινά qqn;
2 p. ext. mener : κακὸν μόρον OD une vie misérable.
Étymologie: ἡγέομαι, ἐλαύνω.
English (Autenrieth)
parallel form of ἡγέομαι, w. acc., Od. 17.217 ; μόρον, Od. 11.618. (Od.)
Greek Monolingual
ἡγηλάζω (Α)
(επικ. τ. του ηγούμαι)
1. οδηγώ, διευθύνω («κακός κακόν ἡγηλάζει», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κακόν μόρον ἡγηλάζω» — ζω άσχημα, διάγω άθλια ζωή (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ηγούμαι, που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το ελάω, ποιητ. ενεστ. του ελαύνω, κατά τα ρήματα σε -άζω. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. ηγηλός, ηγήλη και πιθανή επίδραση του τ. αγέλη].