ἤκιστος: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(Autenrieth) |
(16) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ϝῆκα): slowest, [[most]] [[sluggish]], Il. 23.531†. | |auten=(ϝῆκα): slowest, [[most]] [[sluggish]], Il. 23.531†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἤκιστος]], -η, -ον (Α) [[ήκα]]<br />(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) [[πάρα]] πολύ [[αργός]], ασθενέστατος, αδρανέστατος στην [[οδήγηση]] άρματος ([[ἤκιστος]] δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[ἥκιστος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως υπερθ. του [[μικρός]], του [[κακός]] και του [[ολίγος]]) [[ελάχιστος]], ασθενέστατος<br /><b>2.</b> (ως υπερθ. του [[κακός]]) [[κάκιστος]], [[χείριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ήκιστα</i> (AM ἥκιστα)<br />(υπερθ. του [[ολίγον]])·1. ελάχιστα, [[μόλις]], ανεπαίσθητα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ουδόλως]], [[καθόλου]], [[διόλου]] («[[είναι]] ήκιστα [[συνεπής]] στις υποσχέσεις του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οὐχ ἥκιστα»<br />(ως [[σχήμα]] λιτότητας) [[προπάντων]], [[μάλιστα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ήκα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, Sup. Adj. of Adv. ἦκα, ἤκιστος ἐλαυνέμεν
A the gentlest or slowest in driving, Il.23.531 (ἥκ- Eust.1314.27, EM424.27; cf. sq.).
German (Pape)
[Seite 1158] superl. von ἦκα, Il. 23, 531 ἤκιστος ἐλαυνέμεν, der Langsamste die Rosse zu treiben, wo schon alte v. l. ἥκιστος, vgl. Buttm. Lexil. I p. 14 u. Spitzner zu der Stelle; ἥκιστος kommt sonst bei Hom. nicht vor.
Greek (Liddell-Scott)
ἤκιστος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιρρ. ἦκα, μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 531, ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ὁ ἡσυχώτατος ἢ βραδύτατος εἰς τὸ νὰ ὁδηγῇ ἅρμα, πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ. - Γραμμ. τινες (Εὐστ. 1314. 27, Ε. Μ. 424. 27) γράφουσιν ἥκιστος, ὁ χείριστος ἢ ἀσθενέστατος ἐν τῷ ἐλαύνειν, πρβλ. ἥκιστος· ἀλλ’ ἂν καὶ τὸ ἥσσων εἶναι εὔχρηστον παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ ἥκιστος δὲν εἶνε.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très lent, le plus lent : ἐλαυνέμεν IL à conduire un char.
Étymologie: ἦκα.
English (Autenrieth)
(ϝῆκα): slowest, most sluggish, Il. 23.531†.
Greek Monolingual
(I)
ἤκιστος, -η, -ον (Α) ήκα
(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.).———————— (II)
ἥκιστος, -η, -ον (Α)
1. (ως υπερθ. του μικρός, του κακός και του ολίγος) ελάχιστος, ασθενέστατος
2. (ως υπερθ. του κακός) κάκιστος, χείριστος.
επίρρ...
ήκιστα (AM ἥκιστα)
(υπερθ. του ολίγον)·1. ελάχιστα, μόλις, ανεπαίσθητα
2. συνεκδ. ουδόλως, καθόλου, διόλου («είναι ήκιστα συνεπής στις υποσχέσεις του»)
αρχ.
φρ. «οὐχ ἥκιστα»
(ως σχήμα λιτότητας) προπάντων, μάλιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήκα].