ήκα

From LSJ

Greek Monolingual

ἦκα (Α)
επίρρ.
1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ' ἐπ' ἀριστερά», Ομ. Ιλ.)
2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.)
3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.)
4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.)
5. (για χρόνο) λίγο λίγο, βαθμηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το θ. ἠκ- αποτελεί παράλληλο τ. του ἡκ-, με ψίλωση χαρακτηριστική της γλώσσας τών επών. Το δασυνόμενο θ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sēk- «χαλαρώνω, ήσυχος» και συνδέεται με το λατ. seg-nis «βραδύς, οκνός» (< sec-nis), ενώ το ψιλούμενο συνδέεται πιθ. με το αρχ. ελλ. ακή (ΙΙ) «έλλειψη ταραχής, σιωπή» και ακαλός «ήρεμος». Η κατάλ. - ανάγεται σε φωνηεντικό n (πρβλ. ὦκ-α). Η σημασία του δασυνόμενου θ. εξελίχθηκε σε συγκριτική της έννοιας του «ολίγον» στο παραθετικό ήσσων «μικρός, πιο ασήμαντος» (ἥκ-jων) και στον επιρρμ. υπερθετικό ἥκιστα «ελάχιστα, καθόλου». Από το ψιλούμενο θ. παράγονται ο υπερθετικός ἤκιστος «βραδύτατος», τα παρεκτεταμένα ήκ-αλ-ος «ήρεμος» και ηκ-αλ-έον «γλυκά, ήρεμα» (για το χαμόγελο) καθώς και η γλώσσα του Ησυχίου «ηκαίον
ασθενές»].