καταπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(Autenrieth)
(19)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only aor. [[pass]]., [[κατεπλήγη]], [[was]] struck [[with]] [[dismay]] ([[ἦτορ]], acc. of specification), Il. 3.31†.
|auten=only aor. [[pass]]., [[κατεπλήγη]], [[was]] struck [[with]] [[dismay]] ([[ἦτορ]], acc. of specification), Il. 3.31†.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καταπλήσσω]] και αττ. τ. καταπλήττω)<br />[[προξενώ]] θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει, να μείνει [[άναυδος]], [[σαστίζω]], εντυπωσιάζω, [[θαμπώνω]], [[εκπλήσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[εκφοβίζω]], [[τρομάζω]] με φωνές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταπλήσσομαι</i><br />θαμπώνομαι με [[κάτι]], πανικοβάλλομαι, καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο («καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλήσσω Medium diacritics: καταπλήσσω Low diacritics: καταπλήσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: kataplḗssō Transliteration B: kataplēssō Transliteration C: kataplisso Beta Code: kataplh/ssw

English (LSJ)

Att. καταπλήττω, fut.

   A -ξω D.21.194:—strike down, τινὸς εἰς τὴν κατακλεῖδα [ξίφος] PMag.Par. 1.300: usu. metaph., strike with amazement, astound, terrify, κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι Th.2.65; ὁ φόβος κ. τὰς ψυχάς X.Cyr.3.1.25; καταπλήξειν ᾤετο τὸν δῆμον D. l. c.; κ. τοὺς ἀκροατάς, of orators, Arist.Rh.1408a25; -πλῆξαί τινα τῇ προδοσίῃ tax him with his treachery, Hdt.8.128 (v.l. -πλέξαι); browbeat, bully, POxy.237 viii 10 (ii A. D.):—Med., -πλήξασθαι τοὺς ὑπεναντίους Plb.3.89.1, cf. D.S. 11.77, Jul.Or.6.191a, etc.:—Pass., to be panic-stricken, astounded, most freq. in aor.2 and pf. (pres., Eup.159.10), κατεπλήγη φίλον ἦτορ Il.3.31; -πλαγῆναι τῷ πολέμῳ Th.1.81; τῷ πλήθει Id.4.10; μὴ -πέπληχθε ἄγαν Id.7.77: c. acc., πάνυ τοῦτ' ἐπαινῶ καὶ -πλήττομαι Eup. l.c.; τὴν ἀπειρίαν τὴν αὑτοῦ -πεπλῆχθαι Isoc.Ep.4.11; μηδὲν -πλαγέντες τὸν Φίλιππον Decr. ap. D.18.185; -πεπλῆχθαι τὸν βίον Id.37.43 codd.; -πεπληγμένοι τὸν στόλον Plb.1.20.6; to be amazed at, τὴν ἀπαθίαν τινῶν Phld.Sto.Herc.339.7: later intr. in pf. -πέπληγα, plpf. -πεπλήγη App.Mith.19, Paus.10.22.2, Luc.DMeretr.13.2: esp. in part., -πεπληγότες τὸ τῶν Ῥωμαίων τάχος D.H.6.25, etc.; τὸ περιδεὲς καὶ -πεπληγός abject terror, Plu.Comp.Pel.Marc.1.

German (Pape)

[Seite 1370] att. -πλήττω (vgl. πλήσσω), niederschlagen, bes. in Furcht oder Staunen u. Bewunderung setzen; πάντων τῶν δεινῶν ὁ φόβος μάλιστα καταπλήττει τὰς ψυχάς Xen. Cyr. 3, 1, 24; Ggstz von θρασεῖς ποιῆσαι καὶ ἐπᾶραι Dem. 18, 175; πολλοὶ καταπλήττουσι τοὺς ἀκροατὰς θορυβοῦντες Arist. rhet. 3, 7; Sp., von denen Pol. auch den aor. med. so braucht, καταπλήξασθαι βουλόμενος τοὺς ὑπεναντίους 3, 89, 1, öfter; so auch D. Sic. 5, 71, τοὺς μὲν ἀγαθοὺς πείθοντα, τοὺς δὲ φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὶ τῷ φόβῳ καταπληττόμενον. – Pass. erschrecken, erstaunen, bestürzt werden oder sein; κατεπλήγη φίλον κῆρ Il. 3, 31, er ward erschüttert, erschreckt im Herzen; in welcher Bdtg als aor. bei den Folgdn immer κατεπλάγην steht, z. B. καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. 1, 81; c. accus., vor Einem oder Etwas erschrecken, καταπεπληγμένοι τὸν πόλεμον Pol. 4, 50, 6, öfter; οὐ καταπλαγέντες τὴν δεινότητα D. Sic. 11, 77; in Verwunderung gerathen, erstaunen, πάνυ ταῦτ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι Eupolis bei Ath. VI, 236 f; Pol. 1, 46, 6 u. Sp. – Sp. brauchen in ders. Bdtg auch perf. II. act., καταπεπληγότες τὸ τῶν Ῥωμαίων τάχος Dion. Hal. 6, 25; vgl. Paus. 10, 22, 2 App. Mithrid. 18; τὸ καταπεπληγός, die Niedergeschlagenheit, Plut. comp. Pelop. 1.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλήσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, κυρίως, κτυπῶν καταρίπτω· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ., πλήττω μὲ φόβον, θάμβος ἢ θαυμασμόν, ἐκθαμβῶ, ἐκπλήττω·― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει, «καταπλήττει· καταταράττει. φοβερίζει. κατεξανιστᾷ. καταπλήσσεται. φοβεῖται»· ― κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι τοὺς θαρσοῦντας Θουκ. 2. 65· ὁ φόβος κ. τὰς ψυχὰς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25· καταπλήξειν ᾤετο τὸν δῆμον Δημ. 577. 11· τοὺς μὲν φίλους θρασεῖς ποιῆσαι καὶ ἐπᾶραι, τοὺς δ᾿ ἐναντίους καταπλῆξαι ὁ αὐτ. 286. 21· κ. τοὺς ἀκροατάς, ἐπὶ τῶν ῥητόρων, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 7, 5· καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, καταπληξάμενος τοὺς ἐναντίους Πολύβ. 3. 80, 1· τοὺς μὲν ἀγαθοὺς πείθοντα, τοὺς δὲ φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καταπληττόμενον Διόδ. 5. 71· καταπληξάμενος τῷ πλήθει τῆς δυνάμεως, διὰ τοῦ πλήθους, Ἐπιγρ. Dittenb.― Παθ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ δεινοῦ φόβου, ἐκθαμβοῦμαι, κατεπλήγη φίλον ἦτορ Ἰλ. Γ. 31· (πληγῆναι μὲν ἐπὶ σώματος, καταπλαγῆναι δὲ ἐπὶ ψυχῆς Εὐστάθ. σ. 374. 10)· ἀλλ᾿ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται τὸν ἀόρ. β΄, καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 81, πρβλ. 4. 10· μὴ καταπέπληχθε ὁ αὐτ. 7. 77· ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. σημαινούσης τὸ αἴτιον, πάνυ τοῦτ᾿ ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι Εὔπολις ἐν «Κόλαξι»1. 10· τὴν ἀπειρίαν τὴν αὐτοῦ καταπεπλῆχθαι Ἰσοκρ. 415Ε, κτλ.· μηδὲν καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον Δημ. 290. 10· οὕτω καὶ, καταπεπλῆχθαι (διὰ) τὸν βίον ὁ αὐτ. 979. 5· πρβλ. καταπλήττεσθαι καὶ θαυμάζειν τὴν ἀρετὴν Διοδ. Ἐκλογ. 617· ἐπαινεῖν καὶ καταπλήττεσθαι Ἀθήν. 236F·― οἱ μεταγεν. ἔχουσι τὸν πρκμ. καταπέπληγα (ἰδίως ἐν τῇ μετοχ.), καταπεπληγότες τὸ τῶν Ρωμαίων τεῖχος Διον. Ἁλ. 6. 25· κατεπεπλήγεσαν τὸ Ἑλληνικὸν Παυσ. 10. 22, 2· κατεπεπλήγεσαν τῷ μεγέθει τοῦ τολμήματος Ἀππ. Ἱσπ. 24· τὸ καταπεπληγός, ἢ κατάπληξις, κατάστασις ἀπελπισίας, Πλουτ. Σύγκρ. Πελ. κ. Μαρκ. 1.

French (Bailly abrégé)

f. καταπλήξω;
1 tr. frapper de stupeur, d’admiration ou de crainte;
2 intr. (au pf. καταπέπληγα et au Pass. ao.2 κατεπλάγην) être frappé de stupeur, d’admiration ou de crainte.
Étymologie: κατά, πλήσσω.

English (Autenrieth)

only aor. pass., κατεπλήγη, was struck with dismay (ἦτορ, acc. of specification), Il. 3.31†.

Greek Monolingual

καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω)
προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω
αρχ.
1. χτυπώ δυνατά
2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές
3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι
θαμπώνομαι με κάτι, πανικοβάλλομαι, καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο («καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ», Θουκ.).