κεστρεύς: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />muge <i>ou</i> mulet, <i>poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέστρα]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />muge <i>ou</i> mulet, <i>poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέστρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεστρεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ψάρι]], αλλ. [[νῆστις]], [[επειδή]] είχε [[πάντοτε]] το [[στομάχι]] [[κενό]] («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] διαρκώς πεινασμένου ατόμου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρα]], που δήλωνε [[επίσης]] ένα [[είδος]] ψαριών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A mullet, = νῆστις, Hp.Int.30, Ar.Fr.156, Pl.Com. 29, Arist.HA591a22, Antig.Mir.93, Hices.and Dorio ap.Ath.7.307d, Alciphr.1.7; as nickname of a starveling (since its stomach was found empty), Euphro 2; κ. νηστεύει, prov. of those too honest to make gains, Ath.7.307c, cf. Lib.Ep.332.2.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, ein Meerfisch, von seiner pfriemenförmigen Gestalt benannt, mugil der Römer, Ath. VII, 306 e ff.; Arist. H. A. 5, 11. Weil man ihn stets mit leerem Magen gefunden haben wollte, hieß er νῆστις, Ath. a. a. O.; dah. auch umgekehrt ein Hungerleider so genannt wurde, Suid. Davon
Greek (Liddell-Scott)
κεστρεύς: έως, ὁ θαλάσσιος ἰχθὺς οὕτω κληθεὶς ἐκ τοῦ σχήματος αὑτοῦ, Λατ. mugil, καλούμενος καὶ νῆστις, διότι ὁ στόμαχός του ἀείποτε εὑρίσκετο κενός, ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, καὶ πρβλ. Κωμ. παρ’ Ἀθην. 307C, κἑξ.· ἐντεῦθεν, σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ ἀείποτε πεινῶντος, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἀριστ. μνημονεύει διάφορα εἴδη, ἴδε Bonitz Indicc. ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
muge ou mulet, poisson de mer.
Étymologie: κέστρα.
Greek Monolingual
κεστρεύς, ὁ (Α)
1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.)
2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου
3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρα, που δήλωνε επίσης ένα είδος ψαριών].