κλώμαξ: Difference between revisions
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
(6_4) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλώμαξ''': -ᾰκος, ὁ, σωρὸς λίθων, [[πετρώδης]] [[τόπος]], Λυκόφρ. 653· [[κρώμαξ]], Ἡσύχ., Δράκων. | |lstext='''κλώμαξ''': -ᾰκος, ὁ, σωρὸς λίθων, [[πετρώδης]] [[τόπος]], Λυκόφρ. 653· [[κρώμαξ]], Ἡσύχ., Δράκων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλώμαξ]] και [[κρώμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[σωρός]] λίθων ή [[πετρώδης]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>αξ</i> [[κατά]] τα <i>λίθ</i>-<i>αξ</i>, <i>βῶλ</i>-<i>αξ</i>. Το θ. <i>κλω</i>-<i>μ</i>- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. <i>κλῶ</i>-<i>μος</i> («[[ρωγμή]]»;) <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια [[μετάπτωση]] του -<i>ω</i>- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -<i>α</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄγ</i>-<i>ω</i>: <i>ἀγ</i>-<i>ωγ</i>-<i>ή</i>). Ο παρλλ. τ. [[κρῶμαξ]] με -<i>ρ</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[κρημνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1458] ακος, ὁ (vgl. κρώμαξ), ein Steinhaufen, ein Felsen, κλώμακες ἀηδόνων, die Felsen der Sirenen, Lycophr. 653; vgl. glomus, globus, Klump, Buttmann Lexil. II p. 159.
Greek (Liddell-Scott)
κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρὸς λίθων, πετρώδης τόπος, Λυκόφρ. 653· κρώμαξ, Ἡσύχ., Δράκων.
Greek Monolingual
κλώμαξ και κρώμαξ, -ακος, ὁ (Α)
σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -αξ κατά τα λίθ-αξ, βῶλ-αξ. Το θ. κλω-μ- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. κλῶ-μος («ρωγμή»;) < κλάω / -ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια μετάπτωση του -ω- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -α- (πρβλ. ἄγ-ω: ἀγ-ωγ-ή). Ο παρλλ. τ. κρῶμαξ με -ρ- πιθ. κατ' επίδραση του κρημνός.