κύλα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />poche sous les yeux.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[κοῖλος]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />poche sous les yeux.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[κοῖλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κύλα]], τὰ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κύλον]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλα Medium diacritics: κύλα Low diacritics: κύλα Capitals: ΚΥΛΑ
Transliteration A: kýla Transliteration B: kyla Transliteration C: kyla Beta Code: ku/la

English (LSJ)

ων, τά,

   A the parts under the eyes, Hp.Nat.Mul.15; τὰ κ. τοῦ προσώπου ἐξερυθριᾷ ib.9, cf. Mul.1.37; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα Sor.1.44, cf. Hsch., Phot.:—also κυλάδες, αἱ, Eust.1951.18; κυλίς, Poll.2.66; cf. κύλλαβοι, κύλλια,    2 sg., groove above upper eyelid, Ruf.Onom.21. (κῦλον Hdn.Gr.1.378; κοῖλα Suid., freq. as v.l., cf. Sch.Theoc.1.38; but κῠλ- in κυλοιδιάω.)

German (Pape)

[Seite 1528] τά (der singul. nur Poll. 2, 66; die Schreibart κοῖλα gründet sich nur auf die Etymologie von κοῖλος), u. κυλάδες, αἱ, nach den VLL. eigtl. die Vertiefung unter dem Auge, die unteren Augenlider, cilium. Vgl. κυλοιδιάω.

Greek (Liddell-Scott)

κύλα: -ων, τά, «τὰ ὑποκάτω τῶν βλεφάρων κοιλώματα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς μῆλα, τὰ ὑπώπια» Ἡσύχ., Σουΐδ., Φώτ.· ὡσαύτως κυλάδες, αἱ, Εὐστ. 1591. 18· καὶ κυλίδες, Πολυδ. Β΄, 66· ― τὰ ὑπεράνω μέρη καλοῦνται ἀνάκυλα ἢ ἐπικυλίδες, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἂν καὶ τὰ λεγόμενα ἐκεῖ εἶναι συγκεχυμένα)· ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καί: κύλλια· ὑπώπια μέλανα. (Πρβλ. Λατ. cilium, καὶ ἴδε ἐν λ. κύω.) ῠ ὡς ἐν τῷ Λατ. cilium, ἴδε κῠλοιδιάω· ὥστε μόνον ἡ ὁμοιότης τῆς σημασίας ἔκαμέ τινας νὰ γράψωσι κοῖλα, Ροῦφ. σ. 24, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 38, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
poche sous les yeux.
Étymologie: DELG apparenté à κοῖλος.

Greek Monolingual

κύλα, τὰ (AM)
βλ. κύλον.